Translation meaning & definition of the word "worrying" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χειρότερη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Worrying
[Ανησυχητικό]/wəriɪŋ/
noun
1. The act of harassing someone
- synonym:
- badgering ,
- worrying ,
- torment ,
- bedevilment
1. Η πράξη της παρενόχλησης κάποιου
- συνώνυμο:
- αμβλύνσεισ ,
- ανησυχητικός ,
- βασανιστήριο ,
- αποπαρασίτωση
2. The act of moving something by repeated tugs or pushes
- "Vigorous worrying finally loosened the saw"
- synonym:
- worrying
2. Η πράξη της μετακίνησης κάτι από επαναλαμβανόμενες ρυμουλκά ή ωθήσεις
- "Η έντονη ανησυχία τελικά χαλάρωσε το πριόνι"
- συνώνυμο:
- ανησυχητικός
adjective
1. Causing distress or worry or anxiety
- "Distressing (or disturbing) news"
- "Lived in heroic if something distressful isolation"
- "A disturbing amount of crime"
- "A revelation that was most perturbing"
- "A new and troubling thought"
- "In a particularly worrisome predicament"
- "A worrying situation"
- "A worrying time"
- synonym:
- distressing ,
- distressful ,
- disturbing ,
- perturbing ,
- troubling ,
- worrisome ,
- worrying
1. Προκαλώντας δυσφορία ή άγχος
- "Ντύσιμο (ορ ενοχλητικά) νέα"
- "Ζούσε σε ηρωική αν κάτι δυσάρεστο απομόνωση"
- "Ενοχλητικό ποσό εγκλήματος"
- "Μια αποκάλυψη που ήταν πιο διαταραγμένη"
- "Μια νέα και ανησυχητική σκέψη"
- "Σε μια ιδιαίτερα ανησυχητική κατάσταση"
- "Ανησυχητική κατάσταση"
- "Ανησυχητικός χρόνος"
- συνώνυμο:
- δυσφημιστικόσ ,
- αγωνιώδησ ,
- ενοχλητικός ,
- διαταραχή ,
- ανησυχητικό ,
- ανησυχητικός
Examples of using
I want you to know we can stop worrying.
Θέλω να ξέρετε ότι μπορούμε να σταματήσουμε να ανησυχούμε.
I just can't help worrying about you.
Απλά δεν μπορώ να βοηθήσω να ανησυχώ για σένα.
I didn't want Tom worrying about me.
Δεν ήθελα ο Τομ να ανησυχεί για μένα.