Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "worry" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χειρότερα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Worry

[Ανησυχία]
/wəri/

noun

1. Something or someone that causes anxiety

  • A source of unhappiness
  • "New york traffic is a constant concern"
  • "It's a major worry"
    synonym:
  • concern
  • ,
  • worry
  • ,
  • headache
  • ,
  • vexation

1. Κάτι ή κάποιος που προκαλεί άγχος

  • Πηγή δυστυχίας
  • "Η κυκλοφορία στη νέα υόρκη είναι μια συνεχής ανησυχία"
  • "Είναι μεγάλη ανησυχία"
    συνώνυμο:
  • ανησυχία
  • ,
  • πονοκέφαλος
  • ,
  • ενόχληση

2. A strong feeling of anxiety

  • "His worry over the prospect of being fired"
  • "It is not work but worry that kills"
  • "He wanted to die and end his troubles"
    synonym:
  • worry
  • ,
  • trouble

2. Έντονο αίσθημα άγχους

  • "Ανησυχεί για την προοπτική της απόλυσης"
  • "Δεν είναι δουλειά, αλλά ανησυχία που σκοτώνει"
  • "Θέλησε να πεθάνει και να τερματίσει τα προβλήματά του"
    συνώνυμο:
  • ανησυχία
  • ,
  • πρόβλημα

verb

1. Be worried, concerned, anxious, troubled, or uneasy

  • "I worry about my job"
    synonym:
  • worry

1. Να ανησυχείτε, να ανησυχείτε, να ανησυχείτε, να ανησυχείτε ή να ανησυχείτε

  • "Ανησυχώ για τη δουλειά μου"
    συνώνυμο:
  • ανησυχία

2. Be concerned with

  • "I worry about my grades"
    synonym:
  • worry
  • ,
  • care

2. Ανησυχώ

  • "Ανησυχώ για τους βαθμούς μου"
    συνώνυμο:
  • ανησυχία
  • ,
  • φροντίδα

3. Disturb the peace of mind of

  • Afflict with mental agitation or distress
  • "I cannot sleep--my daughter's health is worrying me"
    synonym:
  • worry
  • ,
  • vex

3. Διαταράξτε την ηρεμία του μυαλού

  • Προσβάλλεται από πνευματική αναταραχή ή δυσφορία
  • "Δεν μπορώ να κοιμηθώ - η υγεία της κόρης μου με ανησυχεί"
    συνώνυμο:
  • ανησυχία
  • ,
  • βεχ

4. Be on the mind of

  • "I worry about the second germanic consonant shift"
    synonym:
  • concern
  • ,
  • interest
  • ,
  • occupy
  • ,
  • worry

4. Είμαι στο μυαλό

  • "Ανησυχώ για τη δεύτερη γερμανική αλλαγή συμφώνου"
    συνώνυμο:
  • ανησυχία
  • ,
  • ενδιαφέρον
  • ,
  • καταλαμβάνω

5. Lacerate by biting

  • "The dog worried his bone"
    synonym:
  • worry

5. Λάκα με δάγκωμα

  • "Ο σκύλος ανησύχησε το κόκαλό του"
    συνώνυμο:
  • ανησυχία

6. Touch or rub constantly

  • "The old man worried his beads"
    synonym:
  • worry

6. Αγγίξτε ή τρίψτε συνεχώς

  • "Ο γέρος ανησύχησε τις χάντρες του"
    συνώνυμο:
  • ανησυχία

Examples of using

I think a bit of anger is better for you than worry.
Νομίζω ότι λίγο θυμό είναι καλύτερο για σένα από το να ανησυχείς.
Don't worry. We can remedy the mistake we've made.
Μην ανησυχείτε. Μπορούμε να διορθώσουμε το λάθος που κάναμε.
Tom's letter relieved me of a lot of worry.
Το γράμμα του Τομ με απαλλάσσει από πολλή ανησυχία.