Translation meaning & definition of the word "worried" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χειρότερη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Worried
[Ανησυχώ]/wərid/
adjective
1. Afflicted with or marked by anxious uneasiness or trouble or grief
- "Too upset to say anything"
- "Spent many disquieted moments"
- "Distressed about her son's leaving home"
- "Lapsed into disturbed sleep"
- "Worried parents"
- "A worried frown"
- "One last worried check of the sleeping children"
- synonym:
- disquieted ,
- distressed ,
- disturbed ,
- upset ,
- worried
1. Προσβεβλημένος ή χαρακτηρισμένος από την ανήσυχη ανησυχία ή το πρόβλημα ή τη θλίψη
- "Πολύ αναστατωμένος να πω οτιδήποτε"
- "Πέρασε πολλές ανησυχητικές στιγμές"
- "Ντυμένος για την αποχώρηση του γιου της από το σπίτι"
- "Μείνει σε διαταραγμένο ύπνο"
- "Χειρότεροι γονείς"
- "Ένα ανήσυχο συνοφρύωμα"
- "Ένας τελευταίος ανήσυχος έλεγχος των παιδιών που κοιμούνται"
- συνώνυμο:
- ανησυχία ,
- αναστατωμένος ,
- ενοχλημένος ,
- ανήσυχος
2. Mentally upset over possible misfortune or danger etc
- "Apprehensive about her job"
- "Not used to a city and worried about small things"
- "Felt apprehensive about the consequences"
- synonym:
- apprehensive ,
- worried
2. Διανοητικά αναστατωμένος για πιθανή ατυχία ή κίνδυνο κ.λπ
- "Ανησυχείτε για τη δουλειά της"
- "Δεν έχει συνηθίσει σε μια πόλη και ανησυχεί για μικρά πράγματα"
- "Αισθάνθηκα ανήσυχος για τις συνέπειες"
- συνώνυμο:
- ανήσυχος
Examples of using
Mary became worried after she read Tom's letter.
Η Μαίρη ανησυχούσε αφού διάβασε το γράμμα του Τομ.
I, too, am worried about Tom.
Ανησυχώ και για τον Τομ.
I was so worried.
Ήμουν τόσο ανήσυχος.