Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "worn" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φορεμένο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Worn

[Κεραυνός]
/wɔrn/

adjective

1. Affected by wear

  • Damaged by long use
  • "Worn threads on the screw"
  • "A worn suit"
  • "The worn pockets on the jacket"
    synonym:
  • worn

1. Επηρεάζεται από τη φθορά

  • Κατεστραμμένος από τη μακροχρόνια χρήση
  • "Φθαρμένα νήματα στη βίδα"
  • "Φθαρμένο κοστούμι"
  • "Οι φθαρμένες τσέπες στο σακάκι"
    συνώνυμο:
  • φθαρμένοσ

2. Showing the wearing effects of overwork or care or suffering

  • "Looking careworn as she bent over her mending"
  • "Her face was drawn and haggard from sleeplessness"
  • "That raddled but still noble face"
  • "Shocked to see the worn look of his handsome young face"- charles dickens
    synonym:
  • careworn
  • ,
  • drawn
  • ,
  • haggard
  • ,
  • raddled
  • ,
  • worn

2. Δείχνοντας τα αποτελέσματα της υπερβολικής εργασίας ή της φροντίδας ή του πόνου

  • "Φαίνεται φροντισμένη καθώς έσκυψε πάνω από την επιδιόρθωσή της"
  • "Το πρόσωπό της ήταν τραβηγμένο και παρασύρεται από την αϋπνία"
  • "Εκείνο το αποσπασμένο αλλά ακόμα ευγενές πρόσωπο"
  • "Σοκαρισμένος για να δει το φθαρμένο βλέμμα του όμορφου νεαρού προσώπου του" - τσαρλς ντίκενς
    συνώνυμο:
  • φροντίδα
  • ,
  • τραβηγμένος
  • ,
  • παραπαίουν
  • ,
  • ανακλινόμενο
  • ,
  • φθαρμένοσ

Examples of using

My shoes are worn down at the heels.
Τα παπούτσια μου φθείρονται στα τακούνια.
Tom said he was all worn out.
Ο Τομ είπε ότι ήταν όλος φθαρμένος.
Tom said he was worn out.
Ο Τομ είπε ότι φθείρεται.