Translation meaning & definition of the word "worm" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκουλήκι" στην ελληνική γλώσσα
Worm
[Σκαρφαλώνω]noun
1. Any of numerous relatively small elongated soft-bodied animals especially of the phyla annelida and chaetognatha and nematoda and nemertea and platyhelminthes
- Also many insect larvae
- synonym:
- worm
1. Οποιοδήποτε από τα πολυάριθμα σχετικά μικρά επιμήκη μαλακά ζώα, ειδικά της φύλας αννελίδας και της χαετογνάθας και νεματόδας και νεμέτα και
- Επίσης πολλές προνύμφες εντόμων
- συνώνυμο:
- σκουλήκι
2. A person who has a nasty or unethical character undeserving of respect
- synonym:
- worm ,
- louse ,
- insect ,
- dirt ball
2. Ένα άτομο που έχει έναν δυσάρεστο ή ανήθικο χαρακτήρα που δεν τρέφει τον σεβασμό
- συνώνυμο:
- σκουλήκι ,
- ψείρα ,
- έντομο ,
- μπάλα βρομιάς
3. A software program capable of reproducing itself that can spread from one computer to the next over a network
- "Worms take advantage of automatic file sending and receiving features found on many computers"
- synonym:
- worm
3. Ένα πρόγραμμα λογισμικού ικανό να αναπαράγεται που μπορεί να εξαπλωθεί από έναν υπολογιστή στον επόμενο μέσω ενός δικτύου
- "Οι σκουλήκια επωφελούνται από την αυτόματη αποστολή αρχείων και τη λήψη χαρακτηριστικών που βρίσκονται σε πολλούς υπολογιστές"
- συνώνυμο:
- σκουλήκι
4. Screw thread on a gear with the teeth of a worm wheel or rack
- synonym:
- worm
4. Βίδα νήμα σε ένα εργαλείο με τα δόντια μιας ρόδας σκουληκιών ή ράφι
- συνώνυμο:
- σκουλήκι
verb
1. To move in a twisting or contorted motion, (especially when struggling)
- "The prisoner writhed in discomfort"
- "The child tried to wriggle free from his aunt's embrace"
- synonym:
- writhe ,
- wrestle ,
- wriggle ,
- worm ,
- squirm ,
- twist
1. Για να μετακινηθείτε σε μια συστροφή ή διαστρεβλωμένη κίνηση, (ειδικά όταν αγωνίζεστε)
- "Ο κρατούμενος γράφτηκε σε δυσφορία"
- "Το παιδί προσπάθησε να απελευθερωθεί από την αγκαλιά της θείας του"
- συνώνυμο:
- σπαθί ,
- πάλη ,
- στριφογυρίζω ,
- σκουλήκι ,
- ανατριχιαστικόσ ,
- συστροφή