Translation meaning & definition of the word "worldly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοσμικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Worldly
[Κοσμικώσ]/wərldli/
adjective
1. Characteristic of or devoted to the temporal world as opposed to the spiritual world
- "Worldly goods and advancement"
- "Temporal possessions of the church"
- synonym:
- worldly ,
- secular ,
- temporal
1. Χαρακτηριστικό ή αφιερωμένο στον προσωρινό κόσμο σε αντίθεση με τον πνευματικό κόσμο
- "Εγκόσμια αγαθά και πρόοδος"
- "Χρονικά αποκτήματα της εκκλησίας"
- συνώνυμο:
- κοσμικός ,
- χρονικός
2. Very sophisticated especially because of surfeit
- Versed in the ways of the world
- "The blase traveler refers to the ocean he has crossed as `the pond'"
- "The benefits of his worldly wisdom"
- synonym:
- blase ,
- worldly
2. Πολύ εξελιγμένο ειδικά λόγω του σέρφετ
- Έμπειρα στους τρόπους του κόσμου
- "Ο ταξιδιώτης αναφέρεται στον ωκεανό που έχει διασχίσει ως `λίμνη'"
- "Τα οφέλη της κοσμικής σοφίας"
- συνώνυμο:
- βλάστηση ,
- κοσμικός