Translation meaning & definition of the word "world" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "κόσμος" στην ελληνική γλώσσα
World
[Κόσμος]noun
1. Everything that exists anywhere
- "They study the evolution of the universe"
- "The biggest tree in existence"
- synonym:
- universe ,
- existence ,
- creation ,
- world ,
- cosmos ,
- macrocosm
1. Ό, τι υπάρχει οπουδήποτε
- "Μελετούν την εξέλιξη του σύμπαντος"
- "Το μεγαλύτερο δέντρο που υπάρχει"
- συνώνυμο:
- σύμπαν ,
- ύπαρξη ,
- δημιουργία ,
- κόσμος ,
- μακρόκοσμο
2. People in general
- Especially a distinctive group of people with some shared interest
- "The western world"
- synonym:
- world ,
- domain
2. Οι άνθρωποι γενικά
- Ιδιαίτερα μια ξεχωριστή ομάδα ανθρώπων με κάποιο κοινό ενδιαφέρον
- "Ο δυτικός κόσμος"
- συνώνυμο:
- κόσμος ,
- τομέας
3. All of your experiences that determine how things appear to you
- "His world was shattered"
- "We live in different worlds"
- "For them demons were as much a part of reality as trees were"
- synonym:
- world ,
- reality
3. Όλες οι εμπειρίες σου που καθορίζουν το πώς σου φαίνονται τα πράγματα
- "Ο κόσμος του γκρεμίστηκε"
- "Ζούμε σε διαφορετικούς κόσμους"
- "Για αυτούς οι δαίμονες ήταν μέρος της πραγματικότητας όσο και τα δέντρα"
- συνώνυμο:
- κόσμος ,
- πραγματικότητα
4. The 3rd planet from the sun
- The planet we live on
- "The earth moves around the sun"
- "He sailed around the world"
- synonym:
- Earth ,
- earth ,
- world ,
- globe
4. Ο 3 ος πλανήτης από τον ήλιο
- Ο πλανήτης στον οποίο ζούμε
- "Η γη κινείται γύρω από τον ήλιο"
- "Έπλευσε σε όλο τον κόσμο"
- συνώνυμο:
- Γη ,
- κόσμος ,
- σφαίρα
5. People in general considered as a whole
- "He is a hero in the eyes of the public"
- synonym:
- populace ,
- public ,
- world
5. Οι άνθρωποι γενικά θεωρούνται ως σύνολο
- "Είναι ήρωας στα μάτια του κοινού"
- συνώνυμο:
- πληθυσμός ,
- δημόσιο ,
- κόσμος
6. A part of the earth that can be considered separately
- "The outdoor world"
- "The world of insects"
- synonym:
- world
6. Ένα μέρος της γης που μπορεί να εξεταστεί ξεχωριστά
- "Ο υπαίθριος κόσμος"
- "Ο κόσμος των εντόμων"
- συνώνυμο:
- κόσμος
7. The concerns of this life as distinguished from heaven and the afterlife
- "They consider the church to be independent of the world"
- synonym:
- worldly concern ,
- earthly concern ,
- world ,
- earth
7. Οι ανησυχίες αυτής της ζωής όπως διακρίνονται από τον ουρανό και τη μετά θάνατον ζωή
- "Θεωρούν ότι η εκκλησία είναι ανεξάρτητη από τον κόσμο"
- συνώνυμο:
- κοσμική ανησυχία ,
- επίγεια ανησυχία ,
- κόσμος ,
- γη
8. All of the living human inhabitants of the earth
- "All the world loves a lover"
- "She always used `humankind' because `mankind' seemed to slight the women"
- synonym:
- world ,
- human race ,
- humanity ,
- humankind ,
- human beings ,
- humans ,
- mankind ,
- man
8. Όλοι οι ζωντανοί άνθρωποι κάτοικοι της γης
- "Όλος ο κόσμος αγαπά έναν εραστή"
- "Πάντα χρησιμοποιούσε το `humankind" γιατί το `mankind" φαινόταν να ελαφρύνει τις γυναίκες"
- συνώνυμο:
- κόσμος ,
- ανθρώπινο γένος ,
- ανθρωπιά ,
- ανθρωπότητα ,
- ανθρώπινα όντα ,
- άνθρωποι ,
- άνθρωπος
adjective
1. Involving the entire earth
- Not limited or provincial in scope
- "Global war"
- "Global monetary policy"
- "Neither national nor continental but planetary"
- "A world crisis"
- "Of worldwide significance"
- synonym:
- global ,
- planetary ,
- world(a) ,
- worldwide ,
- world-wide
1. Εμπλέκοντας ολόκληρη τη γη
- Μη περιορισμένη ή επαρχιακή εμβέλεια
- "Παγκόσμιος πόλεμος"
- "Παγκόσμια νομισματική πολιτική"
- "Ούτε εθνικό ούτε ηπειρωτικό αλλά πλανητικό"
- "Μια παγκόσμια κρίση"
- "Παγκόσμιας σημασίας"
- συνώνυμο:
- παγκόσμια ,
- πλανητικός ,
- κόσμος(α) ,
- παγκοσμίως