Translation meaning & definition of the word "workshop" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εργαστήριο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Workshop
[Εργαστήριο]/wərkʃɑp/
noun
1. Small workplace where handcrafts or manufacturing are done
- synonym:
- workshop ,
- shop
1. Μικρός χώρος εργασίας όπου γίνονται χειροτεχνίες ή κατασκευή
- συνώνυμο:
- εργαστήριο ,
- κατάστημα
2. A brief intensive course for a small group
- Emphasizes problem solving
- synonym:
- workshop
2. Ένα σύντομο εντατικό μάθημα για μια μικρή ομάδα
- Δίνει έμφαση στην επίλυση προβλημάτων
- συνώνυμο:
- εργαστήριο
Examples of using
There are three printing presses in the workshop.
Υπάρχουν τρία πιεστήρια εκτύπωσης στο εργαστήριο.
Idleness is the devil's workshop.
Η αδράνεια είναι το εργαστήριο του διαβόλου.
Mostly likely, he's come back from the workshop.
Πιθανότατα, επέστρεψε από το εργαστήριο.