Translation meaning & definition of the word "works" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λειτουργεί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Works
[Έργα]/wərks/
noun
1. Buildings for carrying on industrial labor
- "They built a large plant to manufacture automobiles"
- synonym:
- plant ,
- works ,
- industrial plant
1. Κτίρια για τη μεταφορά βιομηχανικής εργασίας
- "Κατασκεύασαν ένα μεγάλο εργοστάσιο για την κατασκευή αυτοκινήτων"
- συνώνυμο:
- φυτό ,
- εργασίεσ ,
- βιομηχανικό εργοστάσιο
2. Everything available
- Usually preceded by `the'
- "We saw the whole shebang"
- "A hotdog with the works"
- "We took on the whole caboodle"
- "For $10 you get the full treatment"
- synonym:
- whole shebang ,
- whole kit and caboodle ,
- kit and caboodle ,
- whole kit and boodle ,
- kit and boodle ,
- whole kit ,
- whole caboodle ,
- whole works ,
- works ,
- full treatment
2. Όλα διαθέσιμα
- Συνήθως προηγείται από το ``το'
- "Είδαμε όλη την σεμπάνγκ"
- "Ένας σκύλος με τα έργα"
- "Πήραμε ολόκληρο το καμπουντλ"
- "Για $10 παίρνετε την πλήρη θεραπεία"
- συνώνυμο:
- ολόκληρη η Σέμπανγκ ,
- ολόκληρο κιτ και καμπαναριό ,
- κιτ και καμπουλόνι ,
- ολόκληρο κιτ και μπουντλ ,
- κιτ και μπούντλ ,
- ολόκληρο κιτ ,
- ολόκληρη την καμπούντα ,
- ολόκληρα έργα ,
- εργασίεσ ,
- πλήρης θεραπεία
3. Performance of moral or religious acts
- "Salvation by deeds"
- "The reward for good works"
- synonym:
- works ,
- deeds
3. Εκτέλεση ηθικών ή θρησκευτικών πράξεων
- "Σωτηρία με πράξεις"
- "Η ανταμοιβή για καλά έργα"
- συνώνυμο:
- εργασίεσ ,
- πράξεισ
4. The internal mechanism of a device
- synonym:
- works ,
- workings
4. Ο εσωτερικός μηχανισμός μιας συσκευής
- συνώνυμο:
- εργασίεσ
Examples of using
Tom works with religious devotion.
Ο Τομ δουλεύει με θρησκευτική αφοσίωση.
It works both ways.
Λειτουργεί και με τους δύο τρόπους.
Tom works for Scotland Yard.
Ο Τομ δουλεύει για τη Σκότλαντ Γιαρντ.