Translation meaning & definition of the word "workplace" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εργασία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Workplace
[Εργασιακός χώρος]/wərkples/
noun
1. A place where work is done
- "He arrived at work early today"
- synonym:
- workplace ,
- work
1. Ένα μέρος όπου γίνεται η δουλειά
- "Έφτασε στη δουλειά νωρίς σήμερα"
- συνώνυμο:
- χώρος εργασίας ,
- εργασία