Translation meaning & definition of the word "workout" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προπόνηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Workout
[Προπόνηση]/wərkaʊt/
noun
1. The activity of exerting your muscles in various ways to keep fit
- "The doctor recommended regular exercise"
- "He did some exercising"
- "The physical exertion required by his work kept him fit"
- synonym:
- exercise ,
- exercising ,
- physical exercise ,
- physical exertion ,
- workout
1. Η δραστηριότητα της άσκησης των μυών σας με διάφορους τρόπους για να διατηρηθεί σε φόρμα
- "Ο γιατρός συνέστησε τακτική άσκηση"
- "Έκανε κάποια άσκηση"
- "Η σωματική άσκηση που απαιτείται από το έργο του τον κράτησε σε φόρμα"
- συνώνυμο:
- άσκηση ,
- σωματική άσκηση ,
- προπόνηση