Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "working" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εργασία" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Working

[Εργασία]
/wərkɪŋ/

noun

1. A mine or quarry that is being or has been worked

    synonym:
  • working
  • ,
  • workings

1. Ένα ορυχείο ή λατομείο που εργάζεται ή έχει εργαστεί

    συνώνυμο:
  • εργασία
  • ,
  • εργασίεσ

adjective

1. Actively engaged in paid work

  • "The working population"
  • "The ratio of working men to unemployed"
  • "A working mother"
  • "Robots can be on the job day and night"
    synonym:
  • working(a)
  • ,
  • on the job(p)

1. Ενεργά συμμετέχοντας σε πληρωμένη εργασία

  • "Ο εργαζόμενος πληθυσμός"
  • "Η αναλογία των εργαζομένων προς τους ανέργους"
  • "Εργαζόμενη μητέρα"
  • "Τα ρομπότ μπορούν να είναι στη δουλειά μέρα και νύχτα"
    συνώνυμο:
  • εργασία(
  • ,
  • στη δουλειά()

2. Adequate for practical use

  • Especially sufficient in strength or numbers to accomplish something
  • "The party has a working majority in the house"
  • "A working knowledge of spanish"
    synonym:
  • working

2. Επαρκής για την πρακτική χρήση

  • Ειδικά επαρκής σε δύναμη ή αριθμούς για να πετύχει κάτι
  • "Το κόμμα έχει πλειοψηφία εργασίας στο σώμα"
  • "Μια γνώση εργασίας της ισπανικής γλώσσας"
    συνώνυμο:
  • εργασία

3. Adopted as a temporary basis for further work

  • "A working draft"
  • "A working hypothesis"
    synonym:
  • working(a)

3. Εγκρίθηκε ως προσωρινή βάση για περαιτέρω εργασία

  • "Σχέδιο εργασίας"
  • "Μια υπόθεση εργασίας"
    συνώνυμο:
  • εργασία(

4. (of e.g. a machine) performing or capable of performing

  • "In running (or working) order"
  • "A functional set of brakes"
    synonym:
  • running(a)
  • ,
  • operative
  • ,
  • functional
  • ,
  • working(a)

4. ( π.χ. μια μηχανή) που εκτελεί ή μπορεί να εκτελέσει

  • "Σε λειτουργία ( εργασία) παραγγελία"
  • "Ένα λειτουργικό σύνολο φρένων"
    συνώνυμο:
  • τρεξίμ(
  • ,
  • λειτουργική
  • ,
  • λειτουργικός
  • ,
  • εργασία(

5. Serving to permit or facilitate further work or activity

  • "Discussed the working draft of a peace treaty"
  • "They need working agreements with their neighbor states on interstate projects"
    synonym:
  • working

5. Εξυπηρέτηση για την επιτροπή ή τη διευκόλυνση περαιτέρω εργασίας ή δραστηριότητας

  • "Συζήτησε το σχέδιο εργασίας μιας συνθήκης ειρήνης"
  • "Χρειάζονται συμφωνίες εργασίας με τα γειτονικά τους κράτη σε διακρατικά έργα"
    συνώνυμο:
  • εργασία

Examples of using

Tom is working on something that needs to be finished by 100:100.
Ο Τομ δουλεύει σε κάτι που πρέπει να τελειώσει μέχρι τις 100:100.
"What's happened?" "The speakers aren't working properly."
"Τι συνέβη?" "Οι ομιλητές δεν λειτουργούν σωστά."
I met Tom when I was working in Boston.
Γνώρισα τον Τομ όταν δούλευα στη Βοστώνη.