Translation meaning & definition of the word "worker" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εργάτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Worker
[Εργάτης]/wərkər/
noun
1. A person who works at a specific occupation
- "He is a good worker"
- synonym:
- worker
1. Είναι ένα άτομο που εργάζεται σε συγκεκριμένη επάγγελμα
- "Είναι καλός εργάτης"
- συνώνυμο:
- εργάτης
2. A member of the working class (not necessarily employed)
- "Workers of the world--unite!"
- synonym:
- proletarian ,
- prole ,
- worker
2. Ένα μέλος της εργατικής τάξης (δεν χρησιμοποιείται απαραίτητα)
- "Εργάτες της παγκόσμιας ενότητας!"
- συνώνυμο:
- προλετάριος ,
- προλεταριά ,
- εργάτης
3. Sterile member of a colony of social insects that forages for food and cares for the larvae
- synonym:
- worker
3. Αποστειρωμένο μέλος αποικίας κοινωνικών εντόμων που ζωοτροφεί για τρόφιμα και φροντίζει για τις προνύμφες
- συνώνυμο:
- εργάτης
4. A person who acts and gets things done
- "He's a principal actor in this affair"
- "When you want something done get a doer"
- "He's a miracle worker"
- synonym:
- actor ,
- doer ,
- worker
4. Ένας άνθρωπος που ενεργεί και κάνει τα πράγματα
- "Είναι ο κύριος ηθοποιός σε αυτή την υπόθεση"
- "Όταν θέλετε κάτι να γίνει πάρτε έναν πράκτορα"
- "Είναι ένας θαυματουργός εργάτης"
- συνώνυμο:
- ηθοποιός ,
- πράττων ,
- εργάτης
Examples of using
Tom has a reputation for being a good worker.
Ο Τομ έχει τη φήμη ότι είναι καλός εργάτης.
He was fired for being an incompetent worker.
Απολύθηκε επειδή ήταν ανίκανος εργάτης.
I'm a social worker.
Είμαι κοινωνικός λειτουργός.