Translation meaning & definition of the word "workday" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εργάσιμη ημέρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Workday
[Εργασία]/wərkde/
noun
1. A day on which work is done
- synonym:
- workday ,
- working day ,
- work day
1. Μια μέρα που γίνεται η δουλειά
- συνώνυμο:
- εργάσιμη ημέρα ,
- ημέρα εργασίας
2. The amount of time that a worker must work for an agreed daily wage
- "They work an 8-hour day"
- synonym:
- workday ,
- working day
2. Το χρονικό διάστημα που ένας εργαζόμενος πρέπει να εργαστεί για ένα συμφωνημένο ημερήσιο μισθό
- "Εργάζονται μια 8 ωρη ημέρα"
- συνώνυμο:
- εργάσιμη ημέρα
Examples of using
Auto mechanics finish up the workday with grime all over their hands.
Η αυτόματη μηχανική ολοκληρώνει την εργάσιμη ημέρα με βρωμιά σε όλα τα χέρια τους.
Sunday is not a workday for me.
Η Κυριακή δεν είναι εργάσιμη μέρα για μένα.