Translation meaning & definition of the word "workbook" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βιβλίο εργασίας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Workbook
[Βιβλίο εργασίας]/wərkbʊk/
noun
1. A student's book or booklet containing problems with spaces for solving them
- synonym:
- workbook
1. Βιβλίο ή φυλλάδιο ενός μαθητή που περιέχει προβλήματα με χώρους για την επίλυσή τους
- συνώνυμο:
- βιβλίο εργασίας
Examples of using
Do the first example in your workbook.
Κάντε το πρώτο παράδειγμα στο βιβλίο εργασίας σας.