Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "work" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δουλειά" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Work

[Εργασία]
/wərk/

noun

1. Activity directed toward making or doing something

  • "She checked several points needing further work"
    synonym:
  • work

1. Δραστηριότητα που απευθύνεται στην παραγωγή ή την εκτέλεση κάποιου πράγματος

  • "Έλεγξε αρκετά σημεία που χρειάζονται περαιτέρω εργασία"
    συνώνυμο:
  • εργασία

2. A product produced or accomplished through the effort or activity or agency of a person or thing

  • "It is not regarded as one of his more memorable works"
  • "The symphony was hailed as an ingenious work"
  • "He was indebted to the pioneering work of john dewey"
  • "The work of an active imagination"
  • "Erosion is the work of wind or water over time"
    synonym:
  • work
  • ,
  • piece of work

2. Ένα προϊόν που παράγεται ή επιτυγχάνεται μέσω της προσπάθειας ή της δραστηριότητας ή του οργανισμού ενός ατόμου ή πράγματος

  • "Δεν θεωρείται ως ένα από τα πιο αξέχαστα έργα του"
  • "Η συμφωνία χαιρετίστηκε ως ένα έξυπνο έργο"
  • "Υποχρεώθηκε στο πρωτοποριακό έργο του τζον ντιούι"
  • "Το έργο μιας ενεργού φαντασίας"
  • "Η έκρηξη είναι έργο του ανέμου ή του νερού με την πάροδο του χρόνου"
    συνώνυμο:
  • εργασία
  • ,
  • κομμάτι της εργασίας

3. The occupation for which you are paid

  • "He is looking for employment"
  • "A lot of people are out of work"
    synonym:
  • employment
  • ,
  • work

3. Το επάγγελμα για το οποίο πληρώνεστε

  • "Αναζητά εργασία"
  • "Πολλοί άνθρωποι είναι εκτός δουλειάς"
    συνώνυμο:
  • απασχόληση
  • ,
  • εργασία

4. Applying the mind to learning and understanding a subject (especially by reading)

  • "Mastering a second language requires a lot of work"
  • "No schools offer graduate study in interior design"
    synonym:
  • study
  • ,
  • work

4. Εφαρμόζοντας το μυαλό στη μάθηση και την κατανόηση ενός θέματος (ειδικά με την ανάγνωση)

  • "Η κατανομή μιας δεύτερης γλώσσας απαιτεί πολλή δουλειά"
  • "Κανένα σχολείο δεν προσφέρει μεταπτυχιακές σπουδές στον εσωτερικό σχεδιασμό"
    συνώνυμο:
  • μελέτη
  • ,
  • εργασία

5. (physics) a manifestation of energy

  • The transfer of energy from one physical system to another expressed as the product of a force and the distance through which it moves a body in the direction of that force
  • "Work equals force times distance"
    synonym:
  • work

5. (φυσική) μια εκδήλωση ενέργειας

  • Η μεταφορά ενέργειας από το ένα φυσικό σύστημα στο άλλο εκφράζεται ως προϊόν δύναμης και απόστασης μέσω της οποίας κινεί ένα σώμα
  • "Η εργασία ισούται με την απόσταση των ωρών δύναμης"
    συνώνυμο:
  • εργασία

6. A place where work is done

  • "He arrived at work early today"
    synonym:
  • workplace
  • ,
  • work

6. Ένα μέρος όπου γίνεται η δουλειά

  • "Έφτασε στη δουλειά νωρίς σήμερα"
    συνώνυμο:
  • χώρος εργασίας
  • ,
  • εργασία

7. The total output of a writer or artist (or a substantial part of it)

  • "He studied the entire wagnerian oeuvre"
  • "Picasso's work can be divided into periods"
    synonym:
  • oeuvre
  • ,
  • work
  • ,
  • body of work

7. Η συνολική παραγωγή ενός συγγραφέα ή καλλιτέχνη (ή ένα σημαντικό μέρος της)

  • "Μελέτησε ολόκληρο το έργο της βαγγνερίας"
  • "Το έργο του πικάσο μπορεί να χωριστεί σε περιόδους"
    συνώνυμο:
  • έργο
  • ,
  • εργασία
  • ,
  • σώμα εργασίας

verb

1. Exert oneself by doing mental or physical work for a purpose or out of necessity

  • "I will work hard to improve my grades"
  • "She worked hard for better living conditions for the poor"
    synonym:
  • work

1. Ασκείστε τον εαυτό σας κάνοντας ψυχική ή σωματική εργασία για ένα σκοπό ή από ανάγκη

  • "Θα δουλέψω σκληρά για να βελτιώσω τους βαθμούς μου"
  • "Εργάστηκε σκληρά για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης για τους φτωχούς"
    συνώνυμο:
  • εργασία

2. Be employed

  • "Is your husband working again?"
  • "My wife never worked"
  • "Do you want to work after the age of 60?"
  • "She never did any work because she inherited a lot of money"
  • "She works as a waitress to put herself through college"
    synonym:
  • work
  • ,
  • do work

2. Εργάζομαι

  • "Εργάζεται ξανά ο σύζυγός σας?"
  • "Η γυναίκα μου δεν δούλεψε ποτέ"
  • "Θέλετε να εργαστείτε μετά την ηλικία των 60?"
  • "Δεν έκανε ποτέ καμία δουλειά επειδή κληρονόμησε πολλά χρήματα"
  • "Εργάζεται ως σερβιτόρα για να βάλει τον εαυτό της στο κολέγιο"
    συνώνυμο:
  • εργασία
  • ,
  • κάνω εργασία

3. Have an effect or outcome

  • Often the one desired or expected
  • "The voting process doesn't work as well as people thought"
  • "How does your idea work in practice?"
  • "This method doesn't work"
  • "The breaks of my new car act quickly"
  • "The medicine works only if you take it with a lot of water"
    synonym:
  • work
  • ,
  • act

3. Έχετε αποτέλεσμα ή αποτέλεσμα

  • Συχνά το επιθυμητό ή το αναμενόμενο
  • "Η διαδικασία της ψηφοφορίας δεν λειτουργεί τόσο καλά όσο σκέφτονταν οι άνθρωποι"
  • "Πώς λειτουργεί η ιδέα σας στην πράξη?"
  • "Αυτή η μέθοδος δεν λειτουργεί"
  • "Τα διαλείμματα του νέου μου αυτοκινήτου δρουν γρήγορα"
  • "Το φάρμακο λειτουργεί μόνο εάν το παίρνετε με πολύ νερό"
    συνώνυμο:
  • εργασία
  • ,
  • πράξη

4. Perform as expected when applied

  • "The washing machine won't go unless it's plugged in"
  • "Does this old car still run well?"
  • "This old radio doesn't work anymore"
    synonym:
  • function
  • ,
  • work
  • ,
  • operate
  • ,
  • go
  • ,
  • run

4. Εκτελέστε όπως αναμένεται όταν εφαρμόζεται

  • "Το πλυντήριο δεν θα πάει εκτός αν είναι συνδεδεμένο"
  • "Το παλιό αυτοκίνητο εξακολουθεί να τρέχει καλά?"
  • "Αυτό το παλιό ραδιόφωνο δεν λειτουργεί πια"
    συνώνυμο:
  • λειτουργία
  • ,
  • εργασία
  • ,
  • λειτουργώ
  • ,
  • πηγαίνω
  • ,
  • τρέχω

5. Shape, form, or improve a material

  • "Work stone into tools"
  • "Process iron"
  • "Work the metal"
    synonym:
  • work
  • ,
  • work on
  • ,
  • process

5. Μορφή, μορφή ή βελτίωση ενός υλικού

  • "Εργασία πέτρα σε εργαλεία"
  • "Επεξεργασία σιδήρου"
  • "Εργασία το μέταλλο"
    συνώνυμο:
  • εργασία
  • ,
  • εργάζομαι
  • ,
  • διαδικασία

6. Give a workout to

  • "Some parents exercise their infants"
  • "My personal trainer works me hard"
  • "Work one's muscles"
  • "This puzzle will exercise your mind"
    synonym:
  • exercise
  • ,
  • work
  • ,
  • work out

6. Προπόνηση για

  • "Κάποιοι γονείς ασκούν τα παιδιά τους"
  • "Ο προσωπικός μου εκπαιδευτής με δουλεύει σκληρά"
  • "Εργαστείτε τους μυς"
  • "Αυτό το παζλ θα ασκήσει το μυαλό σας"
    συνώνυμο:
  • άσκηση
  • ,
  • εργασία
  • ,
  • εργάζομαι

7. Proceed along a path

  • "Work one's way through the crowd"
  • "Make one's way into the forest"
    synonym:
  • make
  • ,
  • work

7. Προχωρήστε σε ένα μονοπάτι

  • "Δουλέψτε το δρόμο σας μέσα από το πλήθος"
  • "Κάντε το δρόμο κάποιου στο δάσος"
    συνώνυμο:
  • βγάζω
  • ,
  • εργασία

8. Operate in a certain place, area, or specialty

  • "She works the night clubs"
  • "The salesman works the midwest"
  • "This artist works mostly in acrylics"
    synonym:
  • work

8. Λειτουργήστε σε ένα συγκεκριμένο μέρος, περιοχή ή ειδικότητα

  • "Δημιουργεί τα νυχτερινά κέντρα"
  • "Ο πωλητής εργάζεται τα μεσοδυτικά"
  • "Αυτός ο καλλιτέχνης εργάζεται κυρίως σε ακρυλικά"
    συνώνυμο:
  • εργασία

9. Proceed towards a goal or along a path or through an activity

  • "Work your way through every problem or task"
  • "She was working on her second martini when the guests arrived"
  • "Start from the bottom and work towards the top"
    synonym:
  • work

9. Προχωρήστε προς ένα στόχο ή κατά μήκος μιας διαδρομής ή μέσω μιας δραστηριότητας

  • "Εργαστείτε στο δρόμο σας μέσα από κάθε πρόβλημα ή εργασία"
  • "Δουλευόταν για το δεύτερο μαρτίνι της όταν έφτασαν οι καλεσμένοι"
  • "Ξεκινήστε από το κάτω μέρος και εργαστείτε προς την κορυφή"
    συνώνυμο:
  • εργασία

10. Move in an agitated manner

  • "His fingers worked with tension"
    synonym:
  • work

10. Κινηθείτε με ταραγμένο τρόπο

  • "Τα δάχτυλά του δούλευαν με την ένταση"
    συνώνυμο:
  • εργασία

11. Cause to happen or to occur as a consequence

  • "I cannot work a miracle"
  • "Wreak havoc"
  • "Bring comments"
  • "Play a joke"
  • "The rain brought relief to the drought-stricken area"
    synonym:
  • bring
  • ,
  • work
  • ,
  • play
  • ,
  • wreak
  • ,
  • make for

11. Αιτία να συμβεί ή να συμβεί ως συνέπεια

  • "Δεν μπορώ να κάνω ένα θαύμα"
  • "Σπείρετε τον όλεθρο"
  • "Φέρνοντας σχόλια"
  • "Παίξε ένα αστείο"
  • "Η βροχή έφερε ανακούφιση στην περιοχή της ξηρασίας"
    συνώνυμο:
  • φέρνω
  • ,
  • εργασία
  • ,
  • παίζω
  • ,
  • πειράζω
  • ,
  • παρακινώ

12. Cause to work

  • "He is working his servants hard"
    synonym:
  • work
  • ,
  • put to work

12. Αιτία για εργασία

  • "Εργάζεται σκληρά τους υπηρέτες του"
    συνώνυμο:
  • εργασία
  • ,
  • βάζω στη δουλειά

13. Prepare for crops

  • "Work the soil"
  • "Cultivate the land"
    synonym:
  • cultivate
  • ,
  • crop
  • ,
  • work

13. Προετοιμαστείτε για τις καλλιέργειες

  • "Εργαστείτε στο χώμα"
  • "Καλλιέργησε τη γη"
    συνώνυμο:
  • καλλιεργώ
  • ,
  • καλλιέργεια
  • ,
  • εργασία

14. Behave in a certain way when handled

  • "This dough does not work easily"
  • "The soft metal works well"
    synonym:
  • work

14. Συμπεριφερθείτε με έναν συγκεκριμένο τρόπο όταν το χειρίζεστε

  • "Αυτή η ζύμη δεν λειτουργεί εύκολα"
  • "Το μαλακό μέταλλο λειτουργεί καλά"
    συνώνυμο:
  • εργασία

15. Have and exert influence or effect

  • "The artist's work influenced the young painter"
  • "She worked on her friends to support the political candidate"
    synonym:
  • influence
  • ,
  • act upon
  • ,
  • work

15. Έχετε και ασκείτε επιρροή ή αποτέλεσμα

  • "Το έργο του καλλιτέχνη επηρέασε τον νεαρό ζωγράφο"
  • "Εργάστηκε στους φίλους της για να υποστηρίξει τον πολιτικό υποψήφιο"
    συνώνυμο:
  • επιρροή
  • ,
  • ενεργώ
  • ,
  • εργασία

16. Operate in or through

  • "Work the phones"
    synonym:
  • work

16. Λειτουργεί μέσα ή μέσω

  • "Εργαστείτε τα τηλέφωνα"
    συνώνυμο:
  • εργασία

17. Cause to operate or function

  • "This pilot works the controls"
  • "Can you work an electric drill?"
    synonym:
  • work

17. Αιτία για να λειτουργήσει ή να λειτουργήσει

  • "Αυτός ο πιλότος λειτουργεί τους ελέγχους"
  • "Μπορείτε να κάνετε ένα ηλεκτρικό τρυπάνι?"
    συνώνυμο:
  • εργασία

18. Provoke or excite

  • "The rock musician worked the crowd of young girls into a frenzy"
    synonym:
  • work

18. Προκαλεί ή ενθουσιάζει

  • "Ο ροκ μουσικός εργάστηκε το πλήθος των νεαρών κοριτσιών σε μια φρενίτιδα"
    συνώνυμο:
  • εργασία

19. Gratify and charm, usually in order to influence

  • "The political candidate worked the crowds"
    synonym:
  • work

19. Ικανοποίηση και γοητεία, συνήθως για να επηρεάσει

  • "Ο πολιτικός υποψήφιος εργάστηκε τα πλήθη"
    συνώνυμο:
  • εργασία

20. Make something, usually for a specific function

  • "She molded the rice balls carefully"
  • "Form cylinders from the dough"
  • "Shape a figure"
  • "Work the metal into a sword"
    synonym:
  • shape
  • ,
  • form
  • ,
  • work
  • ,
  • mold
  • ,
  • mould
  • ,
  • forge

20. Κάντε κάτι, συνήθως για μια συγκεκριμένη λειτουργία

  • "Διαμόρφωσε τις μπάλες του ρυζιού προσεκτικά"
  • "Κύριοι κυλίνδρων από τη ζύμη"
  • "Διαμορφώστε μια φιγούρα"
  • "Εργαστείτε το μέταλλο σε ένα σπαθί"
    συνώνυμο:
  • σχήμα
  • ,
  • φόρμα
  • ,
  • εργασία
  • ,
  • καλούπι
  • ,
  • σφυρηλάτηση

21. Move into or onto

  • "Work the raisins into the dough"
  • "The student worked a few jokes into his presentation"
  • "Work the body onto the flatbed truck"
    synonym:
  • work

21. Μετακινηθείτε μέσα ή πάνω

  • "Δουλέψτε τις σταφίδες στη ζύμη"
  • "Ο μαθητής εργάστηκε μερικά αστεία στην παρουσίασή του"
  • "Τοποθετήστε το σώμα στο φορτηγό επίπεδης κλίνης"
    συνώνυμο:
  • εργασία

22. Make uniform

  • "Knead dough"
  • "Work the clay until it is soft"
    synonym:
  • knead
  • ,
  • work

22. Κάνω στολή

  • "Ζυμη ζυμωμένη"
  • "Εργαστείτε τον πηλό μέχρι να μαλακώσει"
    συνώνυμο:
  • ζυμώνω
  • ,
  • εργασία

23. Use or manipulate to one's advantage

  • "He exploit the new taxation system"
  • "She knows how to work the system"
  • "He works his parents for sympathy"
    synonym:
  • exploit
  • ,
  • work

23. Χρησιμοποιήστε ή χειριστείτε προς όφελος κάποιου

  • "Εκμεταλλεύεται το νέο φορολογικό σύστημα"
  • "Ξέρει πώς να λειτουργήσει το σύστημα"
  • "Εργάζεται τους γονείς του για συμπάθεια"
    συνώνυμο:
  • εκμεταλλεύομαι
  • ,
  • εργασία

24. Find the solution to (a problem or question) or understand the meaning of

  • "Did you solve the problem?"
  • "Work out your problems with the boss"
  • "This unpleasant situation isn't going to work itself out"
  • "Did you get it?"
  • "Did you get my meaning?"
  • "He could not work the math problem"
    synonym:
  • solve
  • ,
  • work out
  • ,
  • figure out
  • ,
  • puzzle out
  • ,
  • lick
  • ,
  • work

24. Βρείτε τη λύση στο πρόβλημα (α ή ερώτηση) ή κατανοήστε την έννοια του

  • "Λύσατε το πρόβλημα?"
  • "Εργαστείτε έξω τα προβλήματά σας με το αφεντικό"
  • "Αυτή η δυσάρεστη κατάσταση δεν πρόκειται να λειτουργήσει μόνη της"
  • "Το πήρες?"
  • "Πήρες το νόημά μου?"
  • "Δεν μπορούσε να λύσει το μαθηματικό πρόβλημα"
    συνώνυμο:
  • λύνω
  • ,
  • εργάζομαι
  • ,
  • απολογίζω
  • ,
  • παζλ έξω
  • ,
  • γλείψιμο
  • ,
  • εργασία

25. Cause to undergo fermentation

  • "We ferment the grapes for a very long time to achieve high alcohol content"
  • "The vintner worked the wine in big oak vats"
    synonym:
  • ferment
  • ,
  • work

25. Αιτία να υποβληθεί σε ζύμωση

  • "Ζυμώνουμε τα σταφύλια για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα για να επιτύχουμε υψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ"
  • "Ο βίντνερ δούλευε το κρασί σε μεγάλους δρύινους κάδους"
    συνώνυμο:
  • ζύμωση
  • ,
  • εργασία

26. Go sour or spoil

  • "The milk has soured"
  • "The wine worked"
  • "The cream has turned--we have to throw it out"
    synonym:
  • sour
  • ,
  • turn
  • ,
  • ferment
  • ,
  • work

26. Πηγαίνω ξινή ή χαλάστε

  • "Το γάλα έχει πονέσει"
  • "Το κρασί λειτούργησε"
  • "Η κρέμα έχει γυρίσει-πρέπει να την πετάξουμε"
    συνώνυμο:
  • ξινός
  • ,
  • στρέφω
  • ,
  • ζύμωση
  • ,
  • εργασία

27. Arrive at a certain condition through repeated motion

  • "The stitches of the hem worked loose after she wore the skirt many times"
    synonym:
  • work

27. Φτάστε σε μια ορισμένη κατάσταση μέσω της επαναλαμβανόμενης κίνησης

  • "Τα ράμματα του στρίφου δούλεψαν χαλαρά αφού φόρεσε τη φούστα πολλές φορές"
    συνώνυμο:
  • εργασία

Examples of using

This kind of work is very dangerous.
Αυτό το είδος εργασίας είναι πολύ επικίνδυνο.
They rushed through their work.
Έτρεξαν μέσα από τη δουλειά τους.
Tom gets a lot of satisfaction from his work.
Ο Τομ παίρνει μεγάλη ικανοποίηση από τη δουλειά του.