Translation meaning & definition of the word "wording" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταγραφή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wording
[Κατασκευάζω]/wərdɪŋ/
noun
1. The manner in which something is expressed in words
- "Use concise military verbiage"- g.s.patton
- synonym:
- wording ,
- diction ,
- phrasing ,
- phraseology ,
- choice of words ,
- verbiage
1. Ο τρόπος με τον οποίο κάτι εκφράζεται με λέξεις
- "Χρησιμοποιήστε συνοπτική στρατιωτική παράκαμψη"- γ.ς. πάττον
- συνώνυμο:
- διατύπωση ,
- περίληψη ,
- φρασεολογία ,
- επιλογή λέξεων
Examples of using
I'll be happy if you propose a better wording.
Θα είμαι ευτυχής αν προτείνετε μια καλύτερη διατύπωση.