Translation meaning & definition of the word "word" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λέξη" στην ελληνική γλώσσα
Word
[Λέξη]noun
1. A unit of language that native speakers can identify
- "Words are the blocks from which sentences are made"
- "He hardly said ten words all morning"
- synonym:
- word
1. Μια γλώσσα που οι φυσικοί ομιλητές μπορούν να εντοπίσουν
- "Οι λέξεις είναι τα μπλοκ από τα οποία γίνονται οι προτάσεις"
- "Δεν είπε δέκα λέξεις όλο το πρωί"
- συνώνυμο:
- λέξη
2. A brief statement
- "He didn't say a word about it"
- synonym:
- word
2. Μια σύντομη δήλωση
- "Δεν είπε λέξη για αυτό"
- συνώνυμο:
- λέξη
3. Information about recent and important events
- "They awaited news of the outcome"
- synonym:
- news ,
- intelligence ,
- tidings ,
- word
3. Πληροφορίες για πρόσφατα και σημαντικά γεγονότα
- "Περίμεναν νέα για το αποτέλεσμα"
- συνώνυμο:
- ειδήσεις ,
- νοημοσύνη ,
- τακτοποιήσεισ ,
- λέξη
4. A verbal command for action
- "When i give the word, charge!"
- synonym:
- word
4. Λεκτική εντολή για δράση
- "Όταν δίνω τη λέξη, χρεώνω!"
- συνώνυμο:
- λέξη
5. An exchange of views on some topic
- "We had a good discussion"
- "We had a word or two about it"
- synonym:
- discussion ,
- give-and-take ,
- word
5. Ανταλλαγή απόψεων για κάποιο θέμα
- "Είχαμε μια καλή συζήτηση"
- "Είχαμε μια ή δύο λέξεις για αυτό"
- συνώνυμο:
- συζήτηση ,
- δίνω και παίρνω ,
- λέξη
6. A promise
- "He gave his word"
- synonym:
- parole ,
- word ,
- word of honor
6. Μια υπόσχεση
- "Έδωσε το λόγο του"
- συνώνυμο:
- απολύσεισ ,
- λέξη ,
- λέξη τιμής
7. A word is a string of bits stored in computer memory
- "Large computers use words up to 64 bits long"
- synonym:
- word
7. Μια λέξη είναι μια σειρά από κομμάτια που αποθηκεύονται στη μνήμη του υπολογιστή
- "Οι μεγάλοι υπολογιστές χρησιμοποιούν λέξεις έως και 64 μπιτ"
- συνώνυμο:
- λέξη
8. The divine word of god
- The second person in the trinity (incarnate in jesus)
- synonym:
- Son ,
- Word ,
- Logos
8. Ο θεϊκός λόγος του θεού
- Το δεύτερο πρόσωπο στην τριάδα (ενσαρκωμένο στο ιησού)
- συνώνυμο:
- Γιος ,
- Λέξη ,
- Λογότυπα
9. A secret word or phrase known only to a restricted group
- "He forgot the password"
- synonym:
- password ,
- watchword ,
- word ,
- parole ,
- countersign
9. Μια μυστική λέξη ή φράση που είναι γνωστή μόνο σε μια περιορισμένη ομάδα
- "Ξέρασε τον κωδικό πρόσβασης"
- συνώνυμο:
- κωδικός πρόσβασης ,
- λέξη παρακολούθησησ ,
- λέξη ,
- απολύσεισ ,
- αντιπαραθέτω
10. The sacred writings of the christian religions
- "He went to carry the word to the heathen"
- synonym:
- Bible ,
- Christian Bible ,
- Book ,
- Good Book ,
- Holy Scripture ,
- Holy Writ ,
- Scripture ,
- Word of God ,
- Word
10. Τα ιερά γραπτά των χριστιανικών θρησκειών
- "Πήγε να μεταφέρει τον λόγο στους ειδωλολάτρες"
- συνώνυμο:
- Βίβλος ,
- Χριστιανική Βίβλος ,
- Βιβλίο ,
- Καλό βιβλίο ,
- Αγία Γραφή ,
- Γραφή ,
- Λόγος του Θεού ,
- Λέξη
verb
1. Put into words or an expression
- "He formulated his concerns to the board of trustees"
- synonym:
- give voice ,
- formulate ,
- word ,
- phrase ,
- articulate
1. Βάλτε σε λέξεις ή σε μια έκφραση
- "Διατύπωσε τις ανησυχίες του στο διοικητικό συμβούλιο"
- συνώνυμο:
- δίνω φωνή ,
- διατυπώνω ,
- λέξη ,
- φράση ,
- αρθρώ