Translation meaning & definition of the word "woolly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαλλί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Woolly
[Μαλλιαρόσ]/wʊli/
adjective
1. Having a fluffy character or appearance
- synonym:
- flocculent ,
- woolly ,
- wooly
1. Έχοντας ένα χνουδωτό χαρακτήρα ή εμφάνιση
- συνώνυμο:
- κροκιδωτικό ,
- μάλλινα ,
- βουβάλι
2. Confused and vague
- Used especially of thinking
- "Muddleheaded ideas"
- "Your addled little brain"
- "Woolly thinking"
- "Woolly-headed ideas"
- synonym:
- addled ,
- befuddled ,
- muddled ,
- muzzy ,
- woolly ,
- wooly ,
- woolly-headed ,
- wooly-minded
2. Μπερδεμένος και αόριστος
- Χρησιμοποιείται ειδικά για σκέψη
- "Μπερδεμένες ιδέες"
- "Το μικρό σου μυαλό"
- "Μαλλία σκέψη"
- "Μαλλιαρές ιδέες"
- συνώνυμο:
- προσθέτω ,
- ανακατωμένος ,
- μπερδεμένος ,
- μουτζουρωμένοσ ,
- μάλλινα ,
- βουβάλι ,
- μαλλιαρόσ ,
- απατηλός
3. Covered with dense often matted or curly hairs
- "Woolly lambs"
- synonym:
- wooly ,
- woolly ,
- wooly-haired ,
- woolly-haired
3. Καλύπτεται με πυκνές συχνά χτυπημένες ή σγουρές τρίχες
- "Μαλλί αρνιά"
- συνώνυμο:
- βουβάλι ,
- μάλλινα ,
- βαλσαμόχορτο ,
- μαλλιαρόσ
4. Covered with dense cottony hairs or hairlike filaments
- "The woolly aphid has a lanate coat resembling cotton"
- synonym:
- lanate ,
- woolly
4. Καλύπτεται με πυκνές τρίχες ή τριχωτά νήματα
- "Η μάλλινη αφίδα έχει ένα φανατικό παλτό που μοιάζει με βαμβάκι"
- συνώνυμο:
- λανάτα ,
- μάλλινα