Translation meaning & definition of the word "wool" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "μάλλινο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wool
[Μαλλί]/wʊl/
noun
1. A fabric made from the hair of sheep
- synonym:
- wool ,
- woolen ,
- woollen
1. Ένα ύφασμα φτιαγμένο από τρίχες προβάτου
- συνώνυμο:
- μαλλί ,
- μάλλινο ,
- μάλλινος
2. Fiber sheared from animals (such as sheep) and twisted into yarn for weaving
- synonym:
- wool
2. Ίνες κουρεμένες από ζώα (όπως πρόβατα) και στριμμένες σε νήματα για ύφανση
- συνώνυμο:
- μαλλί
3. Outer coat of especially sheep and yaks
- synonym:
- wool ,
- fleece
3. Εξωτερικό παλτό από ιδιαίτερα πρόβατα και γιακ
- συνώνυμο:
- μαλλί ,
- fleece
Examples of using
Let the ground be wool to you, father!
Να σου γίνει μάλλινο το έδαφος, πατέρα!
She knits a wool sweater.
Πλέκει ένα μάλλινο πουλόβερ.
Have you ever spun wool?
Έχεις κλώσει ποτέ μαλλί;