Translation meaning & definition of the word "wooing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "περιπλάνηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wooing
[Σκουπίζω]/wuɪŋ/
noun
1. A man's courting of a woman
- Seeking the affections of a woman (usually with the hope of marriage)
- "Its was a brief and intense courtship"
- synonym:
- courtship ,
- wooing ,
- courting ,
- suit
1. Το φλερτ ενός άνδρα μιας γυναίκας
- Αναζητώντας τις αγάπες μιας γυναίκας (συνήθως με την ελπίδα του γάμου)
- "Ήταν μια σύντομη και έντονη ερωτοτροπία"
- συνώνυμο:
- ερωτοτροπία ,
- παρακαλώ ,
- φλερτ ,
- κοστούμι