Translation meaning & definition of the word "woody" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ξύλο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Woody
[Γούντι]/wʊdi/
adjective
1. Made of or containing or resembling wood
- "Woody plants"
- "Perennial herbs with woody stems"
- "A woody taste"
- synonym:
- woody
1. Κατασκευασμένο από ή περιέχει ή μοιάζει με ξύλο
- "Ξυλώδη φυτά"
- "Επινεφρίδια βότανα με ξυλώδη στελέχη"
- "Ξυλώδης γεύση"
- συνώνυμο:
- ξυλώδησ
2. Abounding in trees
- "An arboreous landscape"
- "Violets in woodsy shady spots"
- "A woody area near the highway"
- synonym:
- arboraceous ,
- arboreous ,
- woodsy ,
- woody
2. Αφθονώντας στα δέντρα
- "Ένα δεινό τοπίο"
- "Βιολέτες σε ξυλώδη σκιερά σημεία"
- "Ξυλώδης περιοχή κοντά στον αυτοκινητόδρομο"
- συνώνυμο:
- δενδροκομείο ,
- δενδρώδησ ,
- ξυλώδησ
3. Made hard like wood as the result of the deposition of lignin in the cell walls
- synonym:
- woody
3. Γίνεται σκληρό σαν ξύλο ως αποτέλεσμα της εναπόθεσης λιγνίνης στα κυτταρικά τοιχώματα
- συνώνυμο:
- ξυλώδησ