Translation meaning & definition of the word "woodpecker" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ξύλο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Woodpecker
[Γούντπερ]/wʊdpɛkər/
noun
1. Bird with strong claws and a stiff tail adapted for climbing and a hard chisel-like bill for boring into wood for insects
- synonym:
- woodpecker ,
- peckerwood ,
- pecker
1. Πουλί με δυνατά νύχια και σκληρή ουρά προσαρμοσμένη για αναρρίχηση και σκληρό λογαριασμό που μοιάζει με σμίλη για βαρετό σε ξύλο για έντομα
- συνώνυμο:
- δρυοκολάπτησ ,
- πέκερυ ,
- πέκτορασ