Translation meaning & definition of the word "woodchuck" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ξυλόγημα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Woodchuck
[Ξυλοκόποσ]/wʊdʧək/
noun
1. Reddish brown north american marmot
- synonym:
- groundhog ,
- woodchuck ,
- Marmota monax
1. Κοκκινωπή καφέ μαρμότα της βόρειας αμερικής
- συνώνυμο:
- αναβάσεισ ,
- από ξύλο ,
- Μόναξ του Μαρμότα