Translation meaning & definition of the word "wonder" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "συνεργάτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wonder
[Θαύμα]/wəndər/
noun
1. The feeling aroused by something strange and surprising
- synonym:
- wonder ,
- wonderment ,
- admiration
1. Το συναίσθημα προκαλείται από κάτι παράξενο και εκπληκτικό
- συνώνυμο:
- αναρωτιέμαι ,
- υπερπληρωμή ,
- θαυμασμός
2. Something that causes feelings of wonder
- "The wonders of modern science"
- synonym:
- wonder ,
- marvel
2. Κάτι που προκαλεί αισθήματα θαυμασμού
- "Τα θαύματα της σύγχρονης επιστήμης"
- συνώνυμο:
- αναρωτιέμαι ,
- θαύμα
3. A state in which you want to learn more about something
- synonym:
- curiosity ,
- wonder
3. Μια κατάσταση στην οποία θέλετε να μάθετε περισσότερα για κάτι
- συνώνυμο:
- περιέργεια ,
- αναρωτιέμαι
verb
1. Have a wish or desire to know something
- "He wondered who had built this beautiful church"
- synonym:
- wonder ,
- inquire ,
- enquire
1. Να έχετε μια ευχή ή επιθυμία να γνωρίζετε κάτι
- "Αναρωτήθηκε ποιος έχτισε αυτή την όμορφη εκκλησία"
- συνώνυμο:
- αναρωτιέμαι ,
- ερευνώ
2. Place in doubt or express doubtful speculation
- "I wonder whether this was the right thing to do"
- "She wondered whether it would snow tonight"
- synonym:
- wonder ,
- question
2. Τοποθετήστε τους σε αμφιβολία ή εκφράστε αμφίβολη κερδοσκοπία
- "Αναρωτιέμαι αν αυτό ήταν το σωστό"
- "Αναρωτήθηκε αν θα χιονίσει απόψε"
- συνώνυμο:
- αναρωτιέμαι ,
- ερώτηση
3. Be amazed at
- "We marvelled at the child's linguistic abilities"
- synonym:
- wonder ,
- marvel
3. Εκπλήσσομαι
- "Θαυμάσαμε τις γλωσσικές ικανότητες του παιδιού"
- συνώνυμο:
- αναρωτιέμαι ,
- θαύμα
Examples of using
I wonder if Tom knows Mary's phone number.
Αναρωτιέμαι αν ο Τομ ξέρει τον αριθμό τηλεφώνου της Μαίρης.
I wonder if Tom would know how to do this.
Αναρωτιέμαι αν ο Τομ θα ήξερε πώς να το κάνει αυτό.
I wonder if Tom will come tomorrow.
Αναρωτιέμαι αν ο Τομ θα έρθει αύριο.