Translation meaning & definition of the word "won" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κερδισμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Won
[Κερδίζω]/wən/
noun
1. The basic unit of money in south korea
- synonym:
- South Korean won ,
- won
1. Η βασική μονάδα χρήματος στη νότια κορέα
- συνώνυμο:
- Η Νότια Κορέα κέρδισε ,
- κέρδισε
2. The basic unit of money in north korea
- synonym:
- North Korean won ,
- won
2. Η βασική μονάδα χρήματος στη βόρεια κορέα
- συνώνυμο:
- Κέρδισε η Βόρεια Κορέα ,
- κέρδισε
adjective
1. Not subject to defeat
- "With that move it's a won game"
- synonym:
- won
1. Δεν υπόκειται σε ήττα
- "Με αυτή την κίνηση είναι ένα κερδισμένο παιχνίδι"
- συνώνυμο:
- κέρδισε
Examples of using
The Grand Prix of the first Belarusian song and poetry festival “Maladziechna-100” was won by Alena Saulenajte.
Το Μεγάλο Βραβείο του πρώτου Λευκορωσικού τραγουδιού και ποιητικού φεστιβάλ “Μαλατζιέχνα-100” κερδήθηκε από την Αλένα Σαουλενάιτ.
I heard that Tom won the spelling bee.
Άκουσα ότι ο Τομ κέρδισε την ορθογραφική μέλισσα.
The German athletes won four gold medals at the luge world championship in Canada.
Οι Γερμανοί αθλητές κέρδισαν τέσσερα χρυσά μετάλλια στο τεράστιο παγκόσμιο πρωτάθλημα στον Καναδά.