Translation meaning & definition of the word "womanhood" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γυναικεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Womanhood
[Γυναικεία]/wʊmənhʊd/
noun
1. The state of being an adult woman
- synonym:
- womanhood ,
- muliebrity
1. Η κατάσταση του να είσαι ενήλικη γυναίκα
- συνώνυμο:
- γυναικεία ,
- παρακαταθήκη
2. Women as a class
- "It's an insult to american womanhood"
- "Woman is the glory of creation"
- "The fair sex gathered on the veranda"
- synonym:
- womanhood ,
- woman ,
- fair sex
2. Οι γυναίκες ως τάξη
- "Είναι μια προσβολή για την αμερικανική γυναίκα"
- "Η γυναίκα είναι η δόξα της δημιουργίας"
- "Το δίκαιο σεξ συγκεντρώθηκε στη βεράντα"
- συνώνυμο:
- γυναικεία ,
- γυναίκα ,
- δίκαιο σεξ
3. The status of a woman
- synonym:
- womanhood
3. Η κατάσταση μιας γυναίκας
- συνώνυμο:
- γυναικεία