Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "woman" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γυναίκα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Woman

[Γυναίκα]
/wʊmən/

noun

1. An adult female person (as opposed to a man)

  • "The woman kept house while the man hunted"
    synonym:
  • woman
  • ,
  • adult female

1. Ένα ενήλικο θηλυκό πρόσωπο (ας αντιτίθεται σε έναν άν)

  • "Η γυναίκα κράτησε το σπίτι ενώ ο άνδρας κυνηγούσε"
    συνώνυμο:
  • γυναίκα
  • ,
  • ενήλικη γυναίκα

2. A female person who plays a significant role (wife or mistress or girlfriend) in the life of a particular man

  • "He was faithful to his woman"
    synonym:
  • woman

2. Ένα θηλυκό πρόσωπο που παίζει σημαντικό ρόλο ( σύζυγος ή ερωμένη ή φίλη) στη ζωή ενός συγκεκριμένου άνδρα

  • "Ήταν πιστός στη γυναίκα του"
    συνώνυμο:
  • γυναίκα

3. A human female employed to do housework

  • "The char will clean the carpet"
  • "I have a woman who comes in four hours a day while i write"
    synonym:
  • charwoman
  • ,
  • char
  • ,
  • cleaning woman
  • ,
  • cleaning lady
  • ,
  • woman

3. Μια ανθρώπινη γυναίκα που εργάζεται για να κάνει οικιακές εργασίες

  • "Το άρμα θα καθαρίσει το χαλί"
  • "Έχω μια γυναίκα που έρχεται σε τέσσερις ώρες την ημέρα ενώ γράφω"
    συνώνυμο:
  • τσάρλερ
  • ,
  • χαρ
  • ,
  • γυναίκα καθαρισμού
  • ,
  • κυρία καθαρισμού
  • ,
  • γυναίκα

4. Women as a class

  • "It's an insult to american womanhood"
  • "Woman is the glory of creation"
  • "The fair sex gathered on the veranda"
    synonym:
  • womanhood
  • ,
  • woman
  • ,
  • fair sex

4. Οι γυναίκες ως τάξη

  • "Είναι μια προσβολή για την αμερικανική γυναίκα"
  • "Η γυναίκα είναι η δόξα της δημιουργίας"
  • "Το δίκαιο σεξ συγκεντρώθηκε στη βεράντα"
    συνώνυμο:
  • γυναικεία
  • ,
  • γυναίκα
  • ,
  • δίκαιο σεξ

Examples of using

Mary is a strong, independent woman.
Η Μαίρη είναι μια δυνατή, ανεξάρτητη γυναίκα.
A woman was arrested yesterday for leaving a baby unattended in her car in searing heat.
Μια γυναίκα συνελήφθη χθες επειδή άφησε ένα μωρό χωρίς επίβλεψη στο αυτοκίνητό της σε θερμότητα.
She's a fine looking woman.
Είναι μια όμορφη γυναίκα.