Translation meaning & definition of the word "wolverine" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γουλβερίνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wolverine
[Γουόλβεριν]/wʊlvərin/
noun
1. A native or resident of michigan
- synonym:
- Michigander ,
- Wolverine
1. Είναι κάτοικος ή ντόπιος του μίσιγκαν
- συνώνυμο:
- Μιχιγαντέρη ,
- Γουόλβεριν
2. Musteline mammal of northern eurasia
- synonym:
- glutton ,
- Gulo gulo ,
- wolverine
2. Το θηλαστικό της βόρειας ευρασίας
- συνώνυμο:
- λαίμαργος ,
- Γκούλο Γκούλο ,
- γουόλβεριν
3. Stocky shaggy-coated north american carnivorous mammal
- synonym:
- wolverine ,
- carcajou ,
- skunk bear ,
- Gulo luscus
3. Ζωηρό σαρκοφάγο θηλαστικό της βόρειας αμερικής
- συνώνυμο:
- γουόλβεριν ,
- καρκάγιου ,
- αρκουδάκι ,
- Γκούλο λύκος