Translation meaning & definition of the word "wolf" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λύκος" στην ελληνική γλώσσα
Wolf
[Λύκος]noun
1. Any of various predatory carnivorous canine mammals of north america and eurasia that usually hunt in packs
- synonym:
- wolf
1. Οποιοδήποτε από τα διάφορα αρπακτικά σαρκοφάγα θηλαστικά της βόρειας αμερικής και της ευρασίας που συνήθως κυνηγούν σε πακέτα
- συνώνυμο:
- λύκος
2. Austrian composer (1860-1903)
- synonym:
- Wolf ,
- Hugo Wolf
2. Αυστριακός συνθέτης (1860-1903)
- συνώνυμο:
- Λύκος ,
- Ο Ούγκο Λύκος
3. German classical scholar who claimed that the iliad and odyssey were composed by several authors (1759-1824)
- synonym:
- Wolf ,
- Friedrich August Wolf
3. Γερμανός κλασικός λόγιος που ισχυρίστηκε ότι η ιλιάδα και η οδύσσεια συντέθηκαν από αρκετούς συγγραφείς (1759-1824)
- συνώνυμο:
- Λύκος ,
- Φρίντριχ Άουγκουστ Λύκος
4. A man who is aggressive in making amorous advances to women
- synonym:
- wolf ,
- woman chaser ,
- skirt chaser ,
- masher
4. Ένας άνδρας που είναι επιθετικός στο να κάνει ερωτικές προόδους στις γυναίκες
- συνώνυμο:
- λύκος ,
- γυναίκα κυνηγός ,
- φούστα κυνηγός ,
- μάσερ
5. A cruelly rapacious person
- synonym:
- beast ,
- wolf ,
- savage ,
- brute ,
- wildcat
5. Ένας σκληρά αρπακτικός άνθρωπος
- συνώνυμο:
- θηρίο ,
- λύκος ,
- άγριος ,
- βρωμερός ,
- αγριόγατοσ
verb
1. Eat hastily
- "The teenager wolfed down the pizza"
- synonym:
- wolf ,
- wolf down
1. Τρώτε βιαστικά
- "Ο έφηβος λυκάνει την πίτσα"
- συνώνυμο:
- λύκος ,
- λύκος κάτω