Translation meaning & definition of the word "woefully" into Greek language
Μεταφραστική σημασία & ορισμός της λέξης "πικρή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Woefully
[Θλιβερά]/woʊfəli/
adverb
1. In an unfortunate or deplorable manner
- "He was sadly neglected"
- "It was woefully inadequate"
- synonym:
- deplorably ,
- lamentably ,
- sadly ,
- woefully
1. Με ατυχή ή αξιοθρήνητο τρόπο
- "Δυστυχώς παραμελήθηκε"
- "Ήταν απολύτως ανεπαρκές"
- συνώνυμο:
- αποθαρρυντικά ,
- θλιβερά ,
- δυστυχώς