Translation meaning & definition of the word "woe" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλίμονο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Woe
[Αλίμονο]/woʊ/
noun
1. Misery resulting from affliction
- synonym:
- suffering ,
- woe
1. Δυστυχία που προκύπτει από τη θλίψη
- συνώνυμο:
- πόνος ,
- αλίμονο
2. Intense mournfulness
- synonym:
- woe ,
- woefulness
2. Έντονη πένθιμη
- συνώνυμο:
- αλίμονο ,
- αλαζονεία
Examples of using
And I said, My leanness, my leanness, woe unto me! The treacherous have dealt treacherously; yea, the treacherous have dealt very treacherously.
Και είπα: Η αδύναμή μου, η λιτότητά μου, αλίμονο σε μένα! Οι ύπουλοι έχουν συμπεριφερθεί ύπουλα, ναι, οι ύπουλοι έχουν αντιμετωπίσει πολύ ύπουλα.
A woman is the woe of man.
Μια γυναίκα είναι το θλίψη του άνδρα.