Translation meaning & definition of the word "wobbly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ταιριάζει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wobbly
[Ταλαντευόμενοσ]/wɑbəli/
noun
1. A member of the industrial workers of the world
- synonym:
- Wobbly
1. Μέλος των βιομηχανικών εργατών του κόσμου
- συνώνυμο:
- Ταλαντευόμενοσ
adjective
1. Inclined to shake as from weakness or defect
- "A rickety table"
- "A wobbly chair with shaky legs"
- "The ladder felt a little wobbly"
- "The bridge still stands though one of the arches is wonky"
- synonym:
- rickety ,
- shaky ,
- wobbly ,
- wonky
1. Τείνει να τινάξει από αδυναμία ή ελάττωμα
- "Ένα τραπέζι ακανόνιστο"
- "Μια ταλαντευόμενη καρέκλα με ασταθή πόδια"
- "Η σκάλα αισθάνθηκε λίγο ταλαντευμένη"
- "Η γέφυρα εξακολουθεί να στέκεται αν και μία από τις καμάρες είναι επικίνδυνη"
- συνώνυμο:
- ακανθώδεσ ,
- τρελός ,
- ταλαντευόμενοσ ,
- βαρύτητα
Examples of using
Why is the table so wobbly?
Γιατί το τραπέζι είναι τόσο ταλαντευτικό?
This tooth is wobbly.
Αυτό το δόντι είναι ταλαντευόμενο.