Translation meaning & definition of the word "wizened" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "ευδοκίμησε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wizened
[Συγχύζω]/waɪzənd/
adjective
1. Lean and wrinkled by shrinkage as from age or illness
- "The old woman's shriveled skin"
- "He looked shriveled and ill"
- "A shrunken old man"
- "A lanky scarecrow of a man with withered face and lantern jaws"-w.f.starkie
- "He did well despite his withered arm"
- "A wizened little man with frizzy grey hair"
- synonym:
- shriveled ,
- shrivelled ,
- shrunken ,
- withered ,
- wizen ,
- wizened
1. Άπαχο και τσαλακωμένο από τη συρρίκνωση από την ηλικία ή την ασθένεια
- "Το ζαρωμένο δέρμα της γερόντισσας"
- "Φαινόταν ζαρωμένος και άρρωστος"
- "Ένας συρρικνωμένος γέρος"
- "Ένα λευκό σκιάχτρο ενός ανθρώπου με μαραμένο πρόσωπο και φανάρι σαγόνια"-ο.φ.στάρκι
- "Τα πήγε καλά παρά το μαραμένο χέρι του"
- "Ένας μαυρισμένος μικρός άνθρωπος με γκρίζα μαλλιά"
- συνώνυμο:
- ζαρωμένος ,
- ζαρωμένο ,
- συρρικνώθηκε ,
- ξηραίνω ,
- βίζεν ,
- εξαφανίστηκε