Translation meaning & definition of the word "wizard" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μάγος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wizard
[Μάγος]/wɪzərd/
noun
1. Someone who is dazzlingly skilled in any field
- synonym:
- ace ,
- adept ,
- champion ,
- sensation ,
- maven ,
- mavin ,
- virtuoso ,
- genius ,
- hotshot ,
- star ,
- superstar ,
- whiz ,
- whizz ,
- wizard ,
- wiz
1. Κάποιος που είναι εκθαμβωτικά εξειδικευμένος σε οποιοδήποτε τομέα
- συνώνυμο:
- άσος ,
- προσεκτικόσ ,
- πρωταθλητής ,
- αίσθηση ,
- μάβεν ,
- μάβιν ,
- βιρτουόζος ,
- ιδιοφυΐα ,
- εστίεσ ,
- αστέρι ,
- σούπερ σταρ ,
- παίζω ,
- παραπονιέμαι ,
- οδηγός ,
- βίζα
2. One who practices magic or sorcery
- synonym:
- sorcerer ,
- magician ,
- wizard ,
- necromancer ,
- thaumaturge ,
- thaumaturgist
2. Αυτός που ασκεί μαγεία ή μαγεία
- συνώνυμο:
- μάγος ,
- οδηγός ,
- νεκρομαντήσ ,
- θαυματουργός
adjective
1. Possessing or using or characteristic of or appropriate to supernatural powers
- "Charming incantations"
- "Magic signs that protect against adverse influence"
- "A magical spell"
- "'tis now the very witching time of night"- shakespeare
- "Wizard wands"
- "Wizardly powers"
- synonym:
- charming ,
- magic ,
- magical ,
- sorcerous ,
- witching(a) ,
- wizard(a) ,
- wizardly
1. Κατοχή ή χρήση ή χαρακτηριστικό ή κατάλληλο για υπερφυσικές δυνάμεις
- "Μαγευτικές παρασιτώσεις"
- "Μαγικά σημάδια που προστατεύουν από δυσμενείς επιδράσεις"
- "Ένα μαγικό ξόρκι"
- "'τώρα είναι η ίδια η ώρα της νύχτας" - σαίξπηρ
- "Μαύρα ραβδιά"
- "Μαγικές δυνάμεις"
- συνώνυμο:
- γοητευτικός ,
- μαγεία ,
- μαγικό ,
- μαγευτικόσ ,
- μαγεία(α) ,
- οδη(α ,
- μαγικόσ
Examples of using
Merlin was a wizard.
Ο Μέρλιν ήταν μάγος.
I'm afraid you'll need more than a conical hat to be a real wizard.
Φοβάμαι ότι θα χρειαστείτε περισσότερα από ένα κωνικό καπέλο για να είναι ένας πραγματικός μάγος.
The wizard waved his magic wand and disappeared into thin air.
Ο μάγος κούνησε το μαγικό ραβδί του και εξαφανίστηκε στο λεπτό αέρα.