Translation meaning & definition of the word "withstand" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντιστέκεται" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Withstand
[Αντέχω]/wɪθstænd/
verb
1. Resist or confront with resistance
- "The politician defied public opinion"
- "The new material withstands even the greatest wear and tear"
- "The bridge held"
- synonym:
- defy ,
- withstand ,
- hold ,
- hold up
1. Αντισταθείτε ή αντιμετωπίστε την αντίσταση
- "Ο πολιτικός αψηφά την κοινή γνώμη"
- "Το νέο υλικό αντέχει ακόμη και τη μεγαλύτερη φθορά"
- "Η γέφυρα κρατούσε"
- συνώνυμο:
- αψηφώ ,
- αντέχω ,
- κρατώ ,
- συγκρατώ
2. Stand up or offer resistance to somebody or something
- synonym:
- resist ,
- hold out ,
- withstand ,
- stand firm
2. Σηκωθείτε ή προσφέρετε αντίσταση σε κάποιον ή κάτι τέτοιο
- συνώνυμο:
- αντιστέκομαι ,
- περιφέρομαι ,
- αντέχω ,
- σταθερός
Examples of using
Robots can withstand dangerous conditions.
Τα ρομπότ μπορούν να αντέξουν σε επικίνδυνες συνθήκες.