Translation meaning & definition of the word "withhold" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρακράτηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Withhold
[Παρακρατώ]/wɪθhoʊld/
verb
1. Hold back
- Refuse to hand over or share
- "The father is withholding the allowance until the son cleans his room"
- synonym:
- withhold ,
- keep back
1. Κρατώ πίσω
- Αρνηθείτε να παραδώσετε ή να μοιραστείτε
- "Ο πατέρας παρακρατεί το επίδομα μέχρι ο γιος να καθαρίσει το δωμάτιό του"
- συνώνυμο:
- απαρνητικός ,
- επιστρέφω
2. Retain and refrain from disbursing
- Of payments
- "My employer is withholding taxes"
- synonym:
- withhold ,
- deduct ,
- recoup
2. Διατηρήστε και αποφύγετε την εκταμίευση
- Πληρωμές
- "Ο εργοδότης μου παρακρατεί φόρους"
- συνώνυμο:
- απαρνητικός ,
- αφαιρώ ,
- ανακτώ