Translation meaning & definition of the word "withers" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακρώμιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Withers
[Μαραίνει]/wɪðərz/
noun
1. The highest part of the back at the base of the neck of various animals especially draft animals
- synonym:
- withers
1. Το υψηλότερο τμήμα της πλάτης στη βάση του λαιμού διαφόρων ζώων, ειδικά βάλτε ζώα
- συνώνυμο:
- ακρώμιο