Translation meaning & definition of the word "wither" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ξηρός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wither
[Μαραμένοσ]/wɪðər/
verb
1. Wither, as with a loss of moisture
- "The fruit dried and shriveled"
- synonym:
- shrivel ,
- shrivel up ,
- shrink ,
- wither
1. Μαραίνεται, όπως με την απώλεια υγρασίας
- "Τα φρούτα ξεραίνονται και ζαρώνονται"
- συνώνυμο:
- ζαρώνω ,
- συρρικνώνομαι ,
- αποβάλλω
2. Lose freshness, vigor, or vitality
- "Her bloom was fading"
- synonym:
- fade ,
- wither
2. Χάστε τη φρεσκάδα, το σθένος ή τη ζωτικότητα
- "Η άνθιση της ξεθώριαζε"
- συνώνυμο:
- ξεθωριάζω ,
- αποβάλλω