Translation meaning & definition of the word "withdrawn" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανακατευθυνόμενη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Withdrawn
[Αποσυρθεί]/wɪθdrɔn/
adjective
1. Withdrawn from society
- Seeking solitude
- "Lived an unsocial reclusive life"
- synonym:
- recluse ,
- reclusive ,
- withdrawn
1. Αποχώρησε από την κοινωνία
- Αναζητώντας τη μοναξιά
- "Ζούσε μια μη κοινωνική απομονωμένη ζωή"
- συνώνυμο:
- ανακλινόμενοσ ,
- απομονωμένοσ ,
- αποσύρθηκε
2. Tending to reserve or introspection
- "A quiet indrawn man"
- synonym:
- indrawn ,
- withdrawn
2. Τείνουν να κάνουν κράτηση ή ενδοσκόπηση
- "Ένας ήσυχος αποσπασμένος άνθρωπος"
- συνώνυμο:
- εγκαταλείπω ,
- αποσύρθηκε