Translation meaning & definition of the word "withdraw" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόσυρση" στην ελληνική γλώσσα
Withdraw
[Αποσύρω]verb
1. Pull back or move away or backward
- "The enemy withdrew"
- "The limo pulled away from the curb"
- synonym:
- withdraw ,
- retreat ,
- pull away ,
- draw back ,
- recede ,
- pull back ,
- retire ,
- move back
1. Τραβήξτε πίσω ή απομακρυνθείτε ή προς τα πίσω
- "Ο εχθρός αποσύρθηκε"
- "Η λιμουζίνα τράβηξε μακριά από το πεζοδρόμιο"
- συνώνυμο:
- αποσύρω ,
- υποχώρηση ,
- απομακρύνομαι ,
- παίρνω πίσω ,
- υποχωρώ ,
- τραβώ πίσω ,
- συνταξιοδοτώ ,
- επιστρέφω
2. Withdraw from active participation
- "He retired from chess"
- synonym:
- retire ,
- withdraw
2. Αποχώρηση από την ενεργό συμμετοχή
- "Αποσύρθηκε από το σκάκι"
- συνώνυμο:
- συνταξιοδοτώ ,
- αποσύρω
3. Release from something that holds fast, connects, or entangles
- "I want to disengage myself from his influence"
- "Disengage the gears"
- synonym:
- disengage ,
- withdraw
3. Απελευθέρωση από κάτι που κρατά γρήγορα, συνδέει ή εμπλέκει
- "Θέλω να απεμπλακώ από την επιρροή του"
- "Απεμπλέξτε τα εργαλεία"
- συνώνυμο:
- αποσυνδέω ,
- αποσύρω
4. Cause to be returned
- "Recall the defective auto tires"
- "The manufacturer tried to call back the spoilt yoghurt"
- synonym:
- recall ,
- call in ,
- call back ,
- withdraw
4. Αιτία να επιστραφεί
- "Ανακαλέστε τα ελαττωματικά ελαστικά αυτοκινήτου"
- "Ο κατασκευαστής προσπάθησε να καλέσει πίσω το χαλασμένο γιαούρτι"
- συνώνυμο:
- ανάκληση ,
- καλώ ,
- καλώ πίσω ,
- αποσύρω
5. Take back what one has said
- "He swallowed his words"
- synonym:
- swallow ,
- take back ,
- unsay ,
- withdraw
5. Πάρτε πίσω ό, τι είπε κάποιος
- "Κατάπιε τα λόγια του"
- συνώνυμο:
- καταπίνω ,
- πάρτε πίσω ,
- αποφεύγω ,
- αποσύρω
6. Keep away from others
- "He sequestered himself in his study to write a book"
- synonym:
- seclude ,
- sequester ,
- sequestrate ,
- withdraw
6. Κρατήστε μακριά από τους άλλους
- "Ακολούθησε τον εαυτό του στη μελέτη του για να γράψει ένα βιβλίο"
- συνώνυμο:
- απομονώνω ,
- απομονωτήσ ,
- αποσύρω
7. Break from a meeting or gathering
- "We adjourned for lunch"
- "The men retired to the library"
- synonym:
- adjourn ,
- withdraw ,
- retire
7. Διάλειμμα από μια συνάντηση ή συγκέντρωση
- "Αναβάλλαμε για μεσημεριανό γεύμα"
- "Οι άνδρες αποσύρθηκαν στη βιβλιοθήκη"
- συνώνυμο:
- αναβάλλω ,
- αποσύρω ,
- συνταξιοδοτώ
8. Retire gracefully
- "He bowed out when he realized he could no longer handle the demands of the chairmanship"
- synonym:
- bow out ,
- withdraw
8. Αποσυρθείτε χαριτωμένα
- "Προσκύνησε όταν συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε πλέον να χειριστεί τις απαιτήσεις της προεδρίας"
- συνώνυμο:
- πληγώνω ,
- αποσύρω
9. Remove (a commodity) from (a supply source)
- "She drew $2,000 from the account"
- "The doctors drew medical supplies from the hospital's emergency bank"
- synonym:
- withdraw ,
- draw ,
- take out ,
- draw off
9. Αφαιρέστε το βασικό προϊόν ( από την πηγή παροχής )
- "Συγκέντρωσε $2.000 από το λογαριασμό"
- "Οι γιατροί τράβηξαν ιατρικές προμήθειες από την τράπεζα έκτακτης ανάγκης του νοσοκομείου"
- συνώνυμο:
- αποσύρω ,
- παίρνω ,
- βγάζω έξω ,
- αποτυγχάνω
10. Lose interest
- "He retired from life when his wife died"
- synonym:
- retire ,
- withdraw
10. Χάνω το ενδιαφέρον
- "Αποσύρθηκε από τη ζωή όταν πέθανε η γυναίκα του"
- συνώνυμο:
- συνταξιοδοτώ ,
- αποσύρω
11. Make a retreat from an earlier commitment or activity
- "We'll have to crawfish out from meeting with him"
- "He backed out of his earlier promise"
- "The aggressive investment company pulled in its horns"
- synonym:
- retreat ,
- pull back ,
- back out ,
- back away ,
- crawfish ,
- crawfish out ,
- pull in one's horns ,
- withdraw
11. Κάντε μια υποχώρηση από μια προηγούμενη δέσμευση ή δραστηριότητα
- "Θα πρέπει να βγούμε από τη συνάντηση μαζί του"
- "Υποστήριξε από την προηγούμενη υπόσχεσή του"
- "Η επιθετική επενδυτική εταιρεία τράβηξε τα κέρατά της"
- συνώνυμο:
- υποχώρηση ,
- τραβώ πίσω ,
- πίσω ,
- αναρροφώ ,
- τραβήξτε τα κέρατα κάποιου ,
- αποσύρω
12. Remove something concrete, as by lifting, pushing, or taking off, or remove something abstract
- "Remove a threat"
- "Remove a wrapper"
- "Remove the dirty dishes from the table"
- "Take the gun from your pocket"
- "This machine withdraws heat from the environment"
- synonym:
- remove ,
- take ,
- take away ,
- withdraw
12. Αφαιρέστε κάτι συγκεκριμένο, όπως με την ανύψωση, την ώθηση, ή την απογείωση, ή να αφαιρέσετε κάτι αφηρημένο
- "Αφαιρέστε μια απειλή"
- "Αφαιρέστε ένα περιτύλιγμα"
- "Αφαιρέστε τα βρώμικα πιάτα από το τραπέζι"
- "Πάρε το όπλο από την τσέπη σου"
- "Αυτή η μηχανή αποσύρει τη θερμότητα από το περιβάλλον"
- συνώνυμο:
- αφαιρώ ,
- παίρνω ,
- αποσύρω