Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "wit" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δουλειά" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Wit

[Ευφυΐα]
/wɪt/

noun

1. A message whose ingenuity or verbal skill or incongruity has the power to evoke laughter

    synonym:
  • wit
  • ,
  • humor
  • ,
  • humour
  • ,
  • witticism
  • ,
  • wittiness

1. Ένα μήνυμα του οποίου η εφευρετικότητα ή η λεκτική ικανότητα ή η ασυμφωνία έχει τη δύναμη να προκαλέσει το γέλιο

    συνώνυμο:
  • πνεύμα
  • ,
  • χιούμορ
  • ,
  • πνευματικότητα

2. Mental ability

  • "He's got plenty of brains but no common sense"
    synonym:
  • brain
  • ,
  • brainpower
  • ,
  • learning ability
  • ,
  • mental capacity
  • ,
  • mentality
  • ,
  • wit

2. Νοητική ικανότητα

  • "Έχει πολλούς εγκεφάλους, αλλά δεν έχει κοινή λογική"
    συνώνυμο:
  • εγκέφαλος
  • ,
  • εγκεφαλική δύναμη
  • ,
  • ικανότητα μάθησης
  • ,
  • νοητική ικανότητα
  • ,
  • νοοτροπία
  • ,
  • πνεύμα

3. A witty amusing person who makes jokes

    synonym:
  • wag
  • ,
  • wit
  • ,
  • card

3. Ένα πνευματώδες διασκεδαστικό άτομο που κάνει αστεία

    συνώνυμο:
  • βαλσαμώνω
  • ,
  • πνεύμα
  • ,
  • κάρτα

Examples of using

I enjoyed Tom's wit.
Μου άρεσε το πνεύμα του Τομ.
I admire his wit.
Θαυμάζω το πνεύμα του.
Nature endowed her with wit and beauty.
Η φύση την προίκισε με πνεύμα και ομορφιά.