Translation meaning & definition of the word "wistfully" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ευγενικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wistfully
[Ευσεβώσ]/wɪstfəli/
adverb
1. In a wistful manner
- "His sister would have looked beautiful in that dress, he thought wistfully, just like an angel"
- synonym:
- wistfully
1. Με πολύ λυπηρό τρόπο
- "Η αδελφή του θα φαινόταν όμορφη σε αυτό το φόρεμα, σκέφτηκε με ειλικρίνεια, ακριβώς όπως ένας άγγελος"
- συνώνυμο:
- ευσεβώσ