Translation meaning & definition of the word "wispy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αξιοπρέπεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wispy
[Αναποφάσιστοσ]/wɪspi/
adjective
1. Thin and weak
- "A wispy little fellow with small hands and feet"- edmund wilson
- synonym:
- wisplike ,
- wispy
1. Λεπτός και αδύναμος
- "Ένας σοφός φίλος με μικρά χέρια και πόδια" - έντμουντ γουίλσον
- συνώνυμο:
- ευφυήσ ,
- σοφός
2. Lacking clarity or distinctness
- "A dim figure in the distance"
- "Only a faint recollection"
- "Shadowy figures in the gloom"
- "Saw a vague outline of a building through the fog"
- "A few wispy memories of childhood"
- synonym:
- dim ,
- faint ,
- shadowy ,
- vague ,
- wispy
2. Έλλειψη σαφήνειας ή διακριτικότητας
- "Μια αμυδρή φιγούρα στην απόσταση"
- "Μόνο μια αμυδρή ανάμνηση"
- "Σκιώδεις φιγούρες στο σκοτάδι"
- "Είδα ένα αόριστο περίγραμμα ενός κτιρίου μέσα από την ομίχλη"
- "Λίγες σοφές αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας"
- συνώνυμο:
- αμυδρό ,
- αμυδρότητα ,
- σκιερός ,
- ασαφής ,
- σοφός
Examples of using
East is a wispy matter.
Η Ανατολή είναι σοφό ζήτημα.