Translation meaning & definition of the word "wisp" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασπίδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wisp
[Ευγενικόσ]/wɪsp/
noun
1. A small tuft or lock
- "Wisps of hair"
- synonym:
- wisp
1. Μια μικρή φούντα ή κλειδαριά
- "Σφήκες των μαλλιών"
- συνώνυμο:
- ευφυήσ
2. A small person
- "A mere wisp of a girl"
- synonym:
- wisp
2. Ένα μικρό άτομο
- "Μια απλή σοφία ενός κοριτσιού"
- συνώνυμο:
- ευφυήσ
3. A small bundle of straw or hay
- synonym:
- wisp
3. Μια μικρή δέσμη άχυρο ή σανό
- συνώνυμο:
- ευφυήσ
4. A flock of snipe
- synonym:
- wisp
4. Ένα κοπάδι σνόουπ
- συνώνυμο:
- ευφυήσ