Translation meaning & definition of the word "wishing" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "ευχή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wishing
[Ευχή]/wɪʃɪŋ/
noun
1. A specific feeling of desire
- "He got his wish"
- "He was above all wishing and desire"
- synonym:
- wish ,
- wishing ,
- want
1. Ένα συγκεκριμένο αίσθημα επιθυμίας
- "Πήρε την ευχή του"
- "Ήταν πάνω από όλα ευχή και επιθυμία"
- συνώνυμο:
- ευχή ,
- επιθυμώντας ,
- θέλω