Translation meaning & definition of the word "wise" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σοφός" στην ελληνική γλώσσα
Wise
[Σοφός]noun
1. A way of doing or being
- "In no wise"
- "In this wise"
- synonym:
- wise
1. Ένας τρόπος να κάνεις ή να είσαι
- "Σε καμία σοφή"
- "Σε αυτό το σοφό"
- συνώνυμο:
- σοφός
2. United states jewish leader (born in hungary) (1874-1949)
- synonym:
- Wise ,
- Stephen Samuel Wise
2. Εβραίος ηγέτης των ηνωμένων πολιτειών (γεννήθηκε στην ουγγαρία) (1874-1949)
- συνώνυμο:
- Σοφός ,
- Στέφεν Σάμιουελ Γουίς
3. United states religious leader (born in bohemia) who united reform jewish organizations in the united states (1819-1900)
- synonym:
- Wise ,
- Isaac Mayer Wise
3. Θρησκευτικός ηγέτης των ηνωμένων πολιτειών (γεννήθηκε στη βοημία), ο οποίος ένωσε τις εβραϊκές οργανώσεις στις ηνωμένες πολιτείες (1819-19000
- συνώνυμο:
- Σοφός ,
- Ισαάκ Μάγιερ Σοφός
adjective
1. Having or prompted by wisdom or discernment
- "A wise leader"
- "A wise and perceptive comment"
- synonym:
- wise
1. Έχοντας ή παρακινούμενος από τη σοφία ή τη διάκριση
- "Σοφός ηγέτης"
- "Ένα σοφό και αντιληπτικό σχόλιο"
- συνώνυμο:
- σοφός
2. Marked by the exercise of good judgment or common sense in practical matters
- "Judicious use of one's money"
- "A wise decision"
- synonym:
- judicious ,
- wise ,
- heady
2. Χαρακτηρίζεται από την άσκηση καλής κρίσης ή κοινής λογικής σε πρακτικά θέματα
- "Κατάλληλη χρήση των χρημάτων κάποιου"
- "Μια σοφή απόφαση"
- συνώνυμο:
- συνετός ,
- σοφός ,
- ανοιχτόχρωμοσ
3. Evidencing the possession of inside information
- synonym:
- knowing ,
- wise(p) ,
- wise to(p)
3. Αποδεικνύοντας την κατοχή εσωτερικών πληροφοριών
- συνώνυμο:
- γνωρίζοντασ ,
- σοφο()<TAG1><TAG1> ,
- σοφός τ()
4. Improperly forward or bold
- "Don't be fresh with me"
- "Impertinent of a child to lecture a grownup"
- "An impudent boy given to insulting strangers"
- "Don't get wise with me!"
- synonym:
- fresh ,
- impertinent ,
- impudent ,
- overbold ,
- smart ,
- saucy ,
- sassy ,
- wise
4. Ακατάλληλα προς τα εμπρός ή τολμηρά
- "Μην είσαι φρέσκος μαζί μου"
- "Η επιφάνεια ενός παιδιού να διαλέξει έναν ενήλικα"
- "Ένα ανυπόμονο αγόρι που δόθηκε σε προσβλητικούς ξένους"
- "Μην γίνεσαι σοφός μαζί μου!"
- συνώνυμο:
- φρέσκο ,
- αυθάδησ ,
- απαθής ,
- υπερτιμημένοσ ,
- έξυπνος ,
- πιατάκι ,
- αλλεργικός ,
- σοφός