Translation meaning & definition of the word "wisdom" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σοφία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wisdom
[Σοφία]/wɪzdəm/
noun
1. Accumulated knowledge or erudition or enlightenment
- synonym:
- wisdom
1. Συσσωρευμένη γνώση ή διαβρόηση ή διαφώτιση
- συνώνυμο:
- σοφία
2. The trait of utilizing knowledge and experience with common sense and insight
- synonym:
- wisdom ,
- wiseness
2. Το χαρακτηριστικό της αξιοποίησης της γνώσης και της εμπειρίας με κοινή λογική και διορατικότητα
- συνώνυμο:
- σοφία
3. Ability to apply knowledge or experience or understanding or common sense and insight
- synonym:
- wisdom ,
- sapience
3. Ικανότητα εφαρμογής γνώσης ή εμπειρίας ή κατανόησης ή κοινής λογικής και διορατικότητας
- συνώνυμο:
- σοφία ,
- ευλάβεια
4. The quality of being prudent and sensible
- synonym:
- wisdom ,
- wiseness ,
- soundness
4. Η ποιότητα του να είσαι συνετός και λογικός
- συνώνυμο:
- σοφία ,
- ηχηρότητα
5. An apocryphal book consisting mainly of a meditation on wisdom
- Although ascribed to solomon it was probably written in the first century bc
- synonym:
- Wisdom of Solomon ,
- Wisdom
5. Ένα απόκρυφο βιβλίο που αποτελείται κυρίως από ένα διαλογισμό για τη σοφία
- Αν και αποδόθηκε στον σολομώντα πιθανότατα γράφτηκε τον πρώτο αιώνα π.χ
- συνώνυμο:
- Σοφία του Σολομώντα ,
- Σοφία
Examples of using
He who seeks wisdom is a wise man, he who thinks he's found it is a fool.
Αυτός που αναζητά τη σοφία είναι ένας σοφός άνθρωπος, αυτός που νομίζει ότι τη βρήκε είναι ένας ανόητος.
Tom had his wisdom teeth removed.
Ο Τομ αφαίρεσε τα δόντια του.
Speak not in the ears of a fool: for he will despise the wisdom of thy words.
Μη μιλάς στα αυτιά ενός ανόητου, γιατί θα περιφρονήσει τη σοφία των λόγων σου.