Translation meaning & definition of the word "wiry" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξεταστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wiry
[Συναγωνιστικόσ]/wɪri/
adjective
1. Lean and sinewy
- synonym:
- stringy ,
- wiry
1. Άπαχο και νευρώδες
- συνώνυμο:
- αισχρόσ ,
- εξαετώ
2. Of or relating to wire
- synonym:
- wiry
2. Από ή σχετίζονται με το καλώδιο
- συνώνυμο:
- εξαετώ
3. Of hair that resembles wire in stiffness
- "Wiry red hair"
- synonym:
- wiry
3. Τρίχα που μοιάζει με σύρμα σε ακαμψία
- "Πολύ κόκκινα μαλλιά"
- συνώνυμο:
- εξαετώ
Examples of using
Being a wiry person, he is thin but still looks strong
Όντας ένας εξυπηρετικός άνθρωπος, είναι λεπτός, αλλά εξακολουθεί να φαίνεται ισχυρός