Translation meaning & definition of the word "wired" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ενσύρματο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wired
[Ενσύρματο]/waɪərd/
adjective
1. Equipped with wire or wires especially for electric or telephone service
- "A well-wired house"
- synonym:
- wired
1. Εξοπλισμένος με το καλώδιο ή τα καλώδια ειδικά για την ηλεκτρική ή τηλεφωνική υπηρεσία
- "Καλά ενσύρματο σπίτι"
- συνώνυμο:
- ενσύρματο
2. Tense with excitement and enthusiasm as from a rush of adrenaline
- "We were really pumped up for the race"
- "He was so pumped he couldn't sleep"
- synonym:
- pumped-up(a) ,
- pumped up(p) ,
- pumped(p) ,
- wired
2. Ένταση με ενθουσιασμό και ενθουσιασμό από μια βιασύνη της αδρεναλίνης
- "Πραγματικά αντληθήκαμε για τον αγώνα"
- "Ήταν τόσο πολύ που δεν μπορούσε να κοιμηθεί"
- συνώνυμο:
- αντλημένο-υπ(-) ,
- αντλείται ()<TAG1> ,
- αντλείται()<TAG1> ,
- ενσύρματο
3. Tied or bound with wire
- "Wired bundles of newspapers"
- synonym:
- wired
3. Δεμένος ή δεμένος με το καλώδιο
- "Ενσύρματα πακέτα εφημερίδων"
- συνώνυμο:
- ενσύρματο